βαίτη
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ἡ, Dor. βαίτα Sophr.38:—
A shepherd's or peasant's coat of skins, Hdt.4.64, Theoc.3.25, IG5(2).268.48 (Mantinea, circ. i A. D.); τὴν β. θάλπουσαν εὖ δεῖ καὶ ῥάπτειν 'one good turn deserves another', Herod.7.128.
II tent of skins, S.Fr.1031.
III βαίτης, ου, ὁ, warmed hall, Inscr.Magn.179.12,15, IG5(2).268.48 (Mantinea, i B. C.). (Thracian word; Goth. paida 'garment'.)
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. βαίτα Sophr.46, Theoc.3.25, 5.15
1 zalea, pelliza rústica συρράπτοντες κατά περ βαίτας Hdt.4.64, τὰν βαίταν ἀποδύς Theoc.3.25, cf. 5.15, τὴν βαίτην θάλπουσαν εὖ δεῖ ... ῥάπτειν Herod.7.128, βαίτη ... ἐκ δερμάτων αἰγείων Sch.Ar.Ra.1459, cf. Sch.Ar.V.1138, Gloss.3.370, Hsch.
2 tienda o cobijo hecho de pieles S.Fr.1031, Hsch.
•gener. refugio βαίτης εὔχρηστος ἀπόλαυσις IG 5(2).268.48 (Mantinea I a./d.C.), ὑπὲρ τῆς καύσεως τῆς βαίτης ... καύσαντα τὴν βαίτην IM 179.12, 15 (I a./d.C.), cf. SEG 26.1652.5 (Siria II d.C.), Hdn.Sol.p.307.10.
German (Pape)
[Seite 426] ἡ, ein Hirten- od. Bauerkleid von Ziegenfell, Pelz, Her. 4, 64; Theocr. 3, 25. 5, 15; sonst σίσυρα. Nach Poll. 7, 70 nannte Soph. frg. 853 so die σκηναὶ βαρβαρικαί.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
casaque de pâtre ou de paysan en peau de bête.
Étymologie: DELG ?
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαίτη -ης, Dor. βαίτᾱ, ἡ pels (kleding van herders of boeren).
Russian (Dvoretsky)
βαίτη: дор. βαίτα ἡ овчина, тулуп Her., Theocr.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: shepherds or peasants coat (or tent) of skins (Hdt.), also covered hall (Magnesia, Mantinea; s. Gossage, Class. Rev. N.S. 9 (1959) 12f.
Derivatives: βαίτωνα τὸν εὑτελῆ ἄνδρα in oppos. to βαιτάς εὑτελης γυνη, i.e. vile scortum H.; cf. on βλίτον.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. S. Pisani Sprache 1, 138; improbable Krogmann KZ 71, 121ff. (to Skt. jiná-). From βαίτη Goth. paida χιτών and other Germ. words, OHG pfeit f. shirt, coat etc..; from Germ. Finn. paita shirt (Thumb Zeitschr. f. d. Wortf. 7, 261ff.). Here probably also (with k-Suffix) Alb. petk coat; if this word continues *paitaka, the word is prob. Pre-Greek (Fur. 158).
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
a shepherd's or peasant's coat of skins, Hdt., Theocr.
Greek Monolingual
βαίτη, η (Α)
1. δερμάτινος επενδύτης βοσκών ή χωρικών
2. κατάλυμα, σκηνή από δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση, θρακικής προελεύσεως, είναι αμφίβολη. Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι συνδέεται με αρχ. ινδ. jīna «δερμάτινος σάκκος» και ότι το γοτθ. paida «χιτών», καθώς και άλλες γερμανικές λέξεις προέρχονται από τον ελλ. τ.].
Greek Monotonic
βαίτη: ἡ, δερμάτινο πανωφόρι βοσκού ή χωρικού, σε Ηρόδ., Θεόκρ. (άγν. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
βαίτη: ἡ, τοῦ ποιμένος ἤ χωρικοῦ τὸ ἐκ δορᾶς ἔνδυμα, «γούνα» (Ἀττ. σισύρα), Ἡρόδ. 4. 64, Θεόκρ. 3. 25., 5. 15· ὁ Λ. Δινδόρφ. διορθοῖ βαιτο-φόρος (ἀντὶ βαττο-) ἐν Διοδ. Excerpt. Vat. 15. ΙΙ. σκηνὴ ἐκ δερμάτων, Σοφ. Ἀποσπ. 853.
Frisk Etymology German
βαίτη: {baítē}
Grammar: f.
Meaning: ‘(Ziegen)fell, Rock oder Zelt aus Fell' (Hdt., Sophr., Theok. usw.), auch übertr. warme Stube einer Thermenanlage (Magnesia, Mantinea; vgl. v. Wilamowitz Hermes 35, 540 A. 2).
Derivative: Davon βαίτωνα· τὸν εὐτελῆ ἄνδρα und βαιτάς· εὐτελὴς γυνή H. Dagegen βαίτιον· βοτάνη ἐμφερὴς δικτάμνῳ, ἤγουν γλήχωνι H. aus βλίτιον entstellt, s. βλίτον.
Etymology: Aus βαίτη stammt nach Thumb Zeitschr. f. d. Wortf. 7, 261ff. got. paida χιτών und andere germ. Wörter, ahd. pfeit f. Hemd, Rock usw.; aus dem Germ. finn. paita Hemd. Hierher wahrscheinlich auch (mit k-Suffix) alb. petkë Gewand. Herkunft sonst unbekannt. — Ältere Lit. bei Bq, WP. 2, 104, Pok. 92f.; außerdem noch Pisani Sprache 1, 138 und (mit einer sehr fraglichen idg. Etymologie) Krogmann KZ 71, 121ff.
Page 1,210-211