συναδικέω

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰδῐκέω Medium diacritics: συναδικέω Low diacritics: συναδικέω Capitals: ΣΥΝΑΔΙΚΕΩ
Transliteration A: synadikéō Transliteration B: synadikeō Transliteration C: synadikeo Beta Code: sunadike/w

English (LSJ)

join in wrong or join in injury, τινι with another, Th.1.37, X.An.2.6.27: abs., Th.1.39, Pl.R. 496d, SIG167.42 (Mylasa, iv B.C.), etc.; wrong in addition or injure in addition, πάντα τὸν κόσμον Iamb.VP9.46; τὸ κατὰ γαστρός (the foetus) Sor.1.79:—Pass., συναδικοῦμαι to be wronged alike, D.56.44, etc.; ἐπί τινι Id.21.126.

German (Pape)

[Seite 996] mit od. zugleich Unrecht thun; absol., und τινά, Einem, ihn mit beleidigen; Thuc. 1, 37; Plat. Rep. VI, 496 d; Xen. An. 2, 6, 27; Isocr. 4, 53; Dem. 34, 28 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

συναδικῶ :
1 abs. commettre une injustice ou faire du mal avec, τινι;
2 tr. léser ou offenser en même temps Pass.
Étymologie: σύν, ἀδικέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ᾰδικέω mede onrecht doen.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰδῐκέω: совместно совершать преступления: σ. τινι Thuc., Xen. вместе с кем-л. чинить беззакония; οὐκ ἐγὼ μόνος ἠδίκημαι, ἀλλ᾽ ἡ φυλὴ συνηδίκηται Dem. не мне одному нанесена обида, но и (всей) филе.

Greek Monotonic

συνᾰδῐκέω: μέλ. -ήσω, προξενώ ζημία, αδικώ ή τραυματίζω από κοινού, τινί, με κάποιον, σε Θουκ., Ξεν· απόλ., σε Θουκ., Ξεν. — Παθ., αδικούμαι ομοίως, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰδῐκέω: ἀδικῶ σύν τινι, ἵνα μὴ συναδικήσωσιν ἑτέροις, μετ’ ἄλλων, Θουκ. 1. 37· τοῦ συναδικεῖν αὐτοῖς Ξεν. Ἀν. 2. 6, 27· ἀπολ., οὐ ξυμμαχεῖν, ἀλλὰ ξυναδικεῖν Θουκ. 1. 39, Πλάτ. Πολ. 496D, Ξεν., κλπ. ― Παθητ., ἀδικοῦμαι ὁμοίως, Δημ. 1296, 8, κτλ. ἐπί τινι ὁ αὐτ. 556. 6, 10.

Middle Liddell

fut. ήσω
to join in wrong or injury, τινί with another, Thuc., Xen.; absol., Thuc., Xen.:— Pass. to be wronged alike, Dem.

Lexicon Thucydideum

iniuriae participem esse, to share in the wrongdoing, 1.37.4, 1.39.2.