συναυαίνω

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναυαίνω Medium diacritics: συναυαίνω Low diacritics: συναυαίνω Capitals: ΣΥΝΑΥΑΙΝΩ
Transliteration A: synauaínō Transliteration B: synauainō Transliteration C: synavaino Beta Code: sunauai/nw

English (LSJ)

dry quite up, τι Hp.Aër.9, E.Cyc.463:—Pass., to be dried up also, Hp.Loc.Hom.40, Pl.Phdr.251d.

German (Pape)

[Seite 1005] zusammentrocknen, trans., συναυανῶ κόρας, Eur. Cycl. 462; Hippocr. – Pass. zusammentrocknen, intr., Plat. Phaedr. 251 d.

French (Bailly abrégé)

faire sécher ensemble ou en même temps ; Pass. sécher en même temps.
Étymologie: σύν, αὐαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αυαίνω geheel of samen doen opdrogen.

Russian (Dvoretsky)

συναυαίνω: досл. сушить, перен. выжигать (κόρας Κύκλωπος Eur.): συναυαινόμενος Plat. высыхающий.

Greek (Liddell-Scott)

συναυαίνω: καταξηραίνω, μαραίνω, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286, Εὐρ. Κύκλ. 463. ― Παθητ., ὡσαύτως ξηραίνομαι, Ἱππ. 420. 36, Πλάτ. Φαῖδρ. 251D.

Greek Monolingual

Α
μαραίνω κάτι εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αὐαίνω «ξηραίνω, μαραίνω» (< αὖος «ξερός, στεγνός»)].

Greek Monotonic

συναυαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, ξηραίνω, μαραίνω εντελώς, σε Ευρ. — Παθ., ξηραίνομαι, μαραίνομαι επίσης, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to dry quite up, Eur.:—Pass. to be dried up also, Plat.