συντειχίζω

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντειχίζω Medium diacritics: συντειχίζω Low diacritics: συντειχίζω Capitals: ΣΥΝΤΕΙΧΙΖΩ
Transliteration A: synteichízō Transliteration B: synteichizō Transliteration C: synteichizo Beta Code: sunteixi/zw

English (LSJ)

A help to build a wall or fortification, Th.4.57, X.Cyr.3.2.24.
2 enclose within the same wall, τὴν παλαιὰν πόλιν πρὸς τὴν ὑπάρχουσαν AJP56.361 (Colophon, iv B.C.).

French (Bailly abrégé)

fortifier d'une enceinte de murs.
Étymologie: σύν, τειχίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντειχίζω, Att. ook ξυντειχίζω [σύν, τειχίζω] gezamenlijk een versterking bouwen.

German (Pape)

mit, zugleich, zusammen eine Mauer od. Burg bauen, einen Ort gemeinschaftlich befestigen; Thuc. 4.57; Xen. Cyr. 3.2.24.

Russian (Dvoretsky)

συντειχίζω: совместно обносить крепостною стеною, возводить укрепления Thuc., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

συντειχίζω: ἀπὸ κοινοῦ τειχίζω, τειχίζω ὁμοῦ μετά τινος, Θουκ. 4. 5.· συνετείχιζον ἀμφότεροι προθύμως ὡς κοινὸν φρούριον Ξεν. Κύρ. 3. 2, 24.

Greek Monolingual

Α
1. οχυρώνω έναν τόπο με τείχος από κοινού με άλλους
2. περιβάλλω με το ίδιο τείχος δύο πόλεις ή, γενικά, δύο τόπους («τὴν παλαιὰν πόλιν πρὸς τὴν ὑπάρχουσαν συντειχίζειν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τειχίζω (< τεῖχος)].

Greek Monotonic

συντειχίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, συμβάλλω στην ανέγερση τείχους ή στη δημιουργία οχυρωματικών έργων ή περιτειχίσματος, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
to help to build a wall or fortification, Thuc., Xen.