τετράγυος
English (LSJ)
τετράγυον,
A containing four γύαι of land, μέγας ὄρχατος.. τ. Od.7.113; νειὸς τ. Call.Dian.176 (v.l. τετρόγυος in PAmh.2.20v.3), A.R.3.412,1344.
2 neut. as substantive, a measure of land, as much as a man can plough in a day, Od.18.374; also τ. αὖλαξ Orph.A.871.
German (Pape)
[Seite 1097] vier Morgen Landes groß, Od. 7, 113; – τὸ τετράγυον, ein Maaß Landes, das man in einem Tage umpflügen kann, Od. 18, 374 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1343 Orph. Arg. 869.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de quatre arpents ; τὸ τετράγυον OD quatre arpents, mesure d'une journée de labour.
Étymologie: τέσσαρες, γύον.
Russian (Dvoretsky)
τετράγυος: (ᾰ) γύης площадью в один тетрагий (ὄρχατος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
τετράγυος: -ον, ὁ περιέχων τέσσαρας γύας γῆς, μέγας ὄρχατος... τ. Ὀδ. Η. 113· - οὐδ. ὡς οὐσιαστ. μέτρον γῆς, ὅσον δύναται εἷς ἄνθρωπος νὰ ἀρόσῃ ἐντὸς μιᾶς ἡμέρας, Σ. 374, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 134· τ. αὖλαξ ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 869.
English (Autenrieth)
(γύης): containing 4 γύαι, four-acre lot; as subst., a piece of land as large as a man can plough in a day, Od. 18.374.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. τετρόγυος, -ον, Α
1. αυτός που έχει έκταση τεσσάρων γυών
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράγυον
(ως μονάδα μέτρησης έκτασης) τεμάχιο γης που μπορεί να οργώσει κανείς σε μια μέρα («τετράγυον δ' εἴη», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + γύης «μονάδα μετρήσεως έκτασης, πιθ. ισοδύναμη με ένα πλέθρο» (πρβλ. πεντηκοντόγυος)].
Greek Monotonic
τετράγῠος: -ον (γύα), αυτός που περιλαμβάνει τέσσερα μέτρα γης, σε Ομήρ. Οδ.