υπαρξιακός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν ύπαρξη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύπαρξη («υπαρξιακά προβλήματα»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο υπαρξιακός·υπαρξιστής
3. φρ. α) «υπαρξιακή νεύρωση»
(ιατρ.-ψυχολ.) διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αίσθημα αποξένωσης και από δυσπιστία ως προς την ύπαρξη νοήματος της ζωής, καθώς και την αξία τών σκοπών και τών προσπαθειών του ατόμου
β) «υπαρξιακό άγχος»
(ψυχολ.) έντονη ανησυχία σχετικά με την ύπαρξη νοήματος της ζωής ή τη δυνατότητα εκπλήρωσης τών στόχων του ατόμου
γ) «υπαρξιακή ψυχιατρική»
ιατρ. σχολή της ψυχιατρικής που απορρίπτει τη χρησιμότητα του ιατρικού προτύπου στη θεραπεία, προσπαθώντας να καταλάβει παρά να θεραπεύσει τις ψυχολογικές ιδιαιτερότητες του ατόμου, βοηθώντας το να αποκτήσει επίγνωση και να δώσει νόημα και κατεύθυνση στη ζωή του
δ) «υπαρξιακή ψυχολογία»
(ψυχολ.) σχολή της ψυχολογίας που βασίζεται στην υπαρξιστική φιλοσοφία και η οποία δίνει έμφαση στην αυτεπίγνωση, στις συνειδητές εμπειρίες του ατόμου, καθώς και στην ελευθερία επιλογής του τρόπου ζωής και τών μέσων για την αυτοολοκλήρωσή του.