υπερτείνω
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
Greek Monolingual
Α τείνω
1. εκτείνω, απλώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο («σκιὰν ὑπερτείνουσα σειρίου κυνός», Αισχύλ.)
2. τεντώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό, το παρατεντώνω («μέτριος ἐν τῷ μετρίῳ τὴν τιμωρίαν ὑπερέτεινεν», Πλούτ.)
3. (αμτβ.) α) εκτείνομαι από πάνω
β) απλώνομαι, αναπτύσσομαι
γ) μτφ. i) υπερτερώ
ii) υπερέχω σε κάτι («ὅταν τῷ πλήθει ὑπερτείνωσιν οἱ ἄποροι», Αριστοτ.)
4. παραβιάζω («ἄ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ὑπερτείνει», Αριστοτ.)
5. (λογ.) περιέχω περισσότερα από κάτι άλλο
6. (η μτχ. ουδ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ὑπερτεταμένον
(για λεκτικό ύφος) βεβιασμένο και υπερβολικά έντεχνο
7. φρ. α) «ὑπερτείνω χεῖρα» — εκτείνω, απλώνω το χέρι μου πάνω σε κάποιον άλλο για να τον προστατέψω
β) «ὑπερτείνω πόδα ἀκτῆς» — διέρχομαι ακτή.