χλαίνωμα
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
-ατος, τό, clothing, χ. λέοντος the lion's skin cloak, APl.4.104 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1358] τό, Bekleidung, Bedeckung; λέοντος, die Löwenhaut, Philp. Thess. 52 (Plan. 184).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
manteau.
Étymologie: χλαινόω.
Russian (Dvoretsky)
χλαίνωμα: ατος τό одежда: χ. λέοντος Anth. львиная шкура.
Greek (Liddell-Scott)
χλαίνωμα: τό, ἔνδυμα, περίβλημα, χλαίνωμα λέοντος, χλαῖνα ἐκ δέρματος λέοντος, Ἀνθ. Πλαν. 104.
Greek Monolingual
-ώματος, τὸ, Α χλαινῶ
ένδυμα, περίβλημα.
Greek Monotonic
χλαίνωμα: -ατος, τό, ντύσιμο, χλαίνωμα λέοντος, χλαίνη, κάπα από το δέρμα λιονταριού, σε Ανθ.
Middle Liddell
χλαίνωμα, ατος, τό,
clothing, χλ. λέοντος a lion's skin cloak, Anth.