χρηματίτης

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρημᾰτίτης Medium diacritics: χρηματίτης Low diacritics: χρηματίτης Capitals: ΧΡΗΜΑΤΙΤΗΣ
Transliteration A: chrēmatítēs Transliteration B: chrēmatitēs Transliteration C: chrimatitis Beta Code: xrhmati/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, ἀγὼν χρηματίτης = contest for a money-prize, Marm.Par.53, cf. Sch.Pi.O.8.101.

German (Pape)

[Seite 1374] ὁ, der Wohlhabende, Vermögende, D. Sic, 4, 14; ἀγὼν χρηματίτης, ein Wettkampf, dessen Preis in Geld besteht, Schol. Pind. Ol. 8, 108.

Greek (Liddell-Scott)

χρημᾰτίτης: [ῐ], -ου, ὁ, ἀγών, οὗ τὸ βραβεῖον συνέκειτο ἐκ χρημάτων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2374, πιθ. γραφ. ἐν τῷ Σχολ. εἰς Πινδ. Ο. 5. 101· πρβλ. χρηματικός.

Greek Monolingual

, Α
(ενν. ἀγών) αγώνας του οποίου το έπαθλο ήταν η προσφορά χρηματικού ποσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. στεφανίτης)].