χρηματίτης
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, ἀγὼν χρηματίτης = contest for a money-prize, Marm.Par.53, cf. Sch.Pi.O.8.101.
German (Pape)
[Seite 1374] ὁ, der Wohlhabende, Vermögende, D. Sic, 4, 14; ἀγὼν χρηματίτης, ein Wettkampf, dessen Preis in Geld besteht, Schol. Pind. Ol. 8, 108.
Greek (Liddell-Scott)
χρημᾰτίτης: [ῐ], -ου, ὁ, ἀγών, οὗ τὸ βραβεῖον συνέκειτο ἐκ χρημάτων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2374, πιθ. γραφ. ἐν τῷ Σχολ. εἰς Πινδ. Ο. 5. 101· πρβλ. χρηματικός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ενν. ἀγών) αγώνας του οποίου το έπαθλο ήταν η προσφορά χρηματικού ποσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. στεφανίτης)].