Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναμερίζω

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμερίζω Medium diacritics: ἀναμερίζω Low diacritics: αναμερίζω Capitals: ΑΝΑΜΕΡΙΖΩ
Transliteration A: anamerízō Transliteration B: anamerizō Transliteration C: anamerizo Beta Code: a)nameri/zw

English (LSJ)

distribute, distinguish, πρόσωπα A.D.Synt.114.3, al.

Spanish (DGE)

gram. distribuir, diferenciar πρόσωπα A.D.Synt.114.3, cf. 205.22, Adu.205.16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμερίζω: διαιρῶ, μέσ. διαμερίζομαι, «ἀναδάσασθαι, Ἀττικῶς· ἀναμερίσασθαι, Ἑλληνικῶς» Μοῖρ. 87.

Greek Monolingual

ἀναμερίζω) (Ν και ανεμερίζω και αναμερώ)
νεοελλ.
1. απομακρύνω κάτι από τη θέση του, παραμερίζω, μετακινώ
2. τακτοποιώ, συγυρίζω
3. απομακρύνομαι από τη θέση μου, στέκω παράμερα
4. (η παθ. μτχ. πρκμ.) αναμερισμένος, -η, -ο
περιφρονημένος
αρχ.
διαιρώ, διαχωρίζω, διακρίνω.