ἀναμερίζω
From LSJ
English (LSJ)
distribute, distinguish, πρόσωπα A.D.Synt.114.3, al.
Spanish (DGE)
gram. distribuir, diferenciar πρόσωπα A.D.Synt.114.3, cf. 205.22, Adu.205.16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμερίζω: διαιρῶ, μέσ. διαμερίζομαι, «ἀναδάσασθαι, Ἀττικῶς· ἀναμερίσασθαι, Ἑλληνικῶς» Μοῖρ. 87.
Greek Monolingual
(Α ἀναμερίζω) (Ν και ανεμερίζω και αναμερώ)
νεοελλ.
1. απομακρύνω κάτι από τη θέση του, παραμερίζω, μετακινώ
2. τακτοποιώ, συγυρίζω
3. απομακρύνομαι από τη θέση μου, στέκω παράμερα
4. (η παθ. μτχ. πρκμ.) αναμερισμένος, -η, -ο
περιφρονημένος
αρχ.
διαιρώ, διαχωρίζω, διακρίνω.