ἀνεκκλησίαστος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ἀνεκκλησίαστον, not used for assemblies of the people, θέατρον Posidon.41.
Spanish (DGE)
-ον que no se usa para asambleas θέατρον Posidon.253.98.
German (Pape)
[Seite 221] ohne Volksversammlung, θέατρον Ath. V, 213 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκκλησίαστος: -ον, ἄνευ ἐκκλησίας, δηλαδὴ συνελεύσεως, θέατρον Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 213D. 2) παρ’ Ἐκκλ. συγγρ., ἀποκεκλεισμένος ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας: κληρικός ἁρπάζων γυναῖκα ἀνεκκλησίαστος ἔστω Κανὼν 27 τῆς ἐν Χαλκηδ. Συνόδου.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεκκλησίαστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν μπόρεσε να πάει ή δεν πάει συνήθως στην εκκλησία
αρχ.
ο χώρος που δεν χρησιμοποιείται για συνέλευση της εκκλησίας του δήμου «ανεκκλησίαστον θέατρον»).