ἀνεκκλησίαστος

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεκκλησίαστος Medium diacritics: ἀνεκκλησίαστος Low diacritics: ανεκκλησίαστος Capitals: ΑΝΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anekklēsíastos Transliteration B: anekklēsiastos Transliteration C: anekklisiastos Beta Code: a)nekklhsi/astos

English (LSJ)

ἀνεκκλησίαστον, not used for assemblies of the people, θέατρον Posidon.41.

Spanish (DGE)

-ον que no se usa para asambleas θέατρον Posidon.253.98.

German (Pape)

[Seite 221] ohne Volksversammlung, θέατρον Ath. V, 213 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεκκλησίαστος: -ον, ἄνευ ἐκκλησίας, δηλαδὴ συνελεύσεως, θέατρον Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 213D. 2) παρ’ Ἐκκλ. συγγρ., ἀποκεκλεισμένος ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας: κληρικός ἁρπάζων γυναῖκα ἀνεκκλησίαστος ἔστω Κανὼν 27 τῆς ἐν Χαλκηδ. Συνόδου.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεκκλησίαστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν μπόρεσε να πάει ή δεν πάει συνήθως στην εκκλησία
αρχ.
ο χώρος που δεν χρησιμοποιείται για συνέλευση της εκκλησίας του δήμου «ανεκκλησίαστον θέατρον»).