ἀντιγνωμονέω
English (LSJ)
to be of a different opinion, τινί D.C.46.44; ἀ. μὴ οὐκ εἶναί τι think that a thing is otherwise, X.Cyr.4.3.8.
Spanish (DGE)
ser de diferente opinión σφίσιν D.C.46.44.1
•tr. pensar de forma distinta, contradecir ταῦτα X.Cyr.4.3.8.
German (Pape)
[Seite 250] entgegengesetzter Meinung sein, Xen. Cyr. 4, 3, 8 mit μὴ οὐ u. inf.
French (Bailly abrégé)
ἀντιγνωμονῶ :
être d'un avis contraire.
Étymologie: ἀντί, γνώμη.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιγνωμονέω: быть противоположного мнения: οὐδεὶς ἂν ἀντιγνωμονήσειε μὴ οὐχὶ τὸ πᾶν διαφέρειν γενέσθαι Xen. никто ведь не станет оспаривать, что (это) вообще важно.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιγνωμονέω: μέλλ. -ήσω, εἶμαι διαφόρου γνώμης, ἔχω τὴν ἐναντίαν γνώμην, τινὶ Δίων Κ. 46. 44: ταῦτα μὲν δὴ οἶμαι οὐδεὶς ἂν ἀντιγνωμονήσειε μὴ οὐχὶ τὸ πᾶν διαφέρειν γενέσθαι Περσῶν οἰκεῖον ἱππικόν, «νομίζω ὅμως ὅτι κανεὶς δὲν εἰμμπορεῖ νὰ ἔχῃ γνώμην ἐναντίαν εἰς ταύτην, ὅτι δηλ. εἶναι κατὰ πάντα συμφέρον νὰ συστήσωμεν ἡμεῖς οἱ Πέρσαι ἰδικόν μας ἱππικὸν» (μετάφρασ. Βαρδαλ.) Ξεν. Κύρ. 4. 3, 8.
Greek Monotonic
ἀντιγνωμονέω: μέλ. -ήσω (γνώμων), είμαι διαφορετικής γνώμης· ἀντ. τι μὴ οὐκ εἶναι, νομίζω, πιστεύω πως κάτι είναι αλλιώς, σε Ξεν.
Middle Liddell
γνώμων
to be of a different opinion: ἀντ. τι μὴ οὐκ εἶναι to think that a thing is otherwise, Xen.