ἀποθριάζω

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποθρῑάζω Medium diacritics: ἀποθριάζω Low diacritics: αποθριάζω Capitals: ΑΠΟΘΡΙΑΖΩ
Transliteration A: apothriázō Transliteration B: apothriazō Transliteration C: apothriazo Beta Code: a)poqria/zw

English (LSJ)

properly, strip of fig-leaves: metaph., circumcise, Ar. Ach.158; cf. θρῖον.

Spanish (DGE)

(ἀποθρῑάζω)
deshojar Hsch., AB 428
fig. circuncidar τὸ πέος Ar.Ach.158
en gener. quitar Hsch.

German (Pape)

[Seite 303] eigtl. Feigenblätter abschneiden; übh. abstutzen, πέος ἀποτεθρίακε Ar. Ach. 158, mit der v.l. ἀποτέθρακεν, die auch in den Schol. auf οἱ Θρᾷκες zurückgeführt ist.

French (Bailly abrégé)

arracher ou couper comme une feuille.
Étymologie: ἀπό, θριάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποθρῑάζω: обстригать словно фиговые листья, обрубать (τι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθρῑάζω: κυρίως ἀποκόπτω φύλλα συκῆς, ἀλλ' ἐν γένει σημαίνει ἀποκόπτω οἱονδήποτε πρᾶγμα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 158 (ἔνθα ἴδε Ἐλμσλ.): «ἀποθριάζειν· τὸ ἀφαιρεῖν φύλλα συκῆς· καταχρηστικῶς δὲ καὶ ὁτιοῦν ἀφαιρεῖν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀποθριάζω (Α)
1. μαδώ τα φύλλα της συκιάς
2. ειρων. ευνουχίζω (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + θριάζω < θρίον «φύλλο συκιάς»].

Greek Monotonic

ἀποθρῑάζω: (θρῖον), κυρίως, κόβω φύλλα συκιάς· αποκόπτω οτιδήποτε, ακρωτηριάζω, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

θρῖον
properly, to cut off fig-leaves: to cut off, curtail, Ar.