ἀποθριάζω
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
properly, strip of fig-leaves: metaph., circumcise, Ar. Ach.158; cf. θρῖον.
Spanish (DGE)
(ἀποθρῑάζω)
deshojar Hsch., AB 428
•fig. circuncidar τὸ πέος Ar.Ach.158
•en gener. quitar Hsch.
German (Pape)
[Seite 303] eigtl. Feigenblätter abschneiden; übh. abstutzen, πέος ἀποτεθρίακε Ar. Ach. 158, mit der v.l. ἀποτέθρακεν, die auch in den Schol. auf οἱ Θρᾷκες zurückgeführt ist.
French (Bailly abrégé)
arracher ou couper comme une feuille.
Étymologie: ἀπό, θριάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποθρῑάζω: обстригать словно фиговые листья, обрубать (τι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθρῑάζω: κυρίως ἀποκόπτω φύλλα συκῆς, ἀλλ' ἐν γένει σημαίνει ἀποκόπτω οἱονδήποτε πρᾶγμα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 158 (ἔνθα ἴδε Ἐλμσλ.): «ἀποθριάζειν· τὸ ἀφαιρεῖν φύλλα συκῆς· καταχρηστικῶς δὲ καὶ ὁτιοῦν ἀφαιρεῖν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἀποθριάζω (Α)
1. μαδώ τα φύλλα της συκιάς
2. ειρων. ευνουχίζω (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + θριάζω < θρίον «φύλλο συκιάς»].
Greek Monotonic
ἀποθρῑάζω: (θρῖον), κυρίως, κόβω φύλλα συκιάς· αποκόπτω οτιδήποτε, ακρωτηριάζω, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
θρῖον
properly, to cut off fig-leaves: to cut off, curtail, Ar.