ἀποσοβέω

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσοβέω Medium diacritics: ἀποσοβέω Low diacritics: αποσοβέω Capitals: ΑΠΟΣΟΒΕΩ
Transliteration A: aposobéō Transliteration B: aposobeō Transliteration C: aposoveo Beta Code: a)posobe/w

English (LSJ)

A scare away, as one does birds, τοὺς ῥήτορας Ar.Eq.60, cf V.460: metaph., ἀποσοβῆσαι τὸν γέλων Id.Ra.45; ἀ. ἁπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ λυποῦντα to keep off, X.Eq.5.6; ἀ. τινὰ ὁμιλίας Plu.2.11d:—Med., keep off from oneself, X.Eq.5.7:—Pass., to be scared, ἀποσοβηθῆναι ταῖς διανοίαις Plb.30.5.16.
II intr., to be off in a hurry, οὐκ ἀποσοβήσεις; i.e. be off! Ar.Av.1032, 1258, cf. Luc.Nav. 4; ἀποσοβῶμεν = let's be off, Men.997.

Spanish (DGE)

I 1espantar, ahuyentar anim. τὰς κύνας Ps.Hdt.Vit.Hom.21, Ast.Am.Hom.3.9.1, μυίας D.C.74.4.3, πετεινά LXX Si.22.20, cf. De.28.26, Ie.7.33
pers., cóm. τοὺς ῥήτορας Ar.Eq.60, ὑμᾶς el coro de avispas, Ar.V.460
alejar de sí βασκανίαν Aristaenet.2.14.1
en contratos rechazar a un posible demandante
recusar πάντα ἄνθρωπον ἐπελευσόμενον κατὰ σοῦ PMasp.167.59 (VI d.C.), cf. PLond.1015.9 (VI d.C.), PMonac.13.59 (VI d.C.)
enviar a uno a un trabajo
destinar με εἰς τὴν διώρυγα καὶ εἰς τὸ χῶμα SB 11240.14 (VI/VII d.C.)
quitar ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ λυποῦντα X.Eq.5.6, tb. en v. med. ὅπως ... ἀποσοβῆται ὁ ἵππος τὰ λυποῦντα X.Eq.5.7.
2 fig. desterrar, evitar τὸν γέλων Ar.Ra.45
privar τῆς πρὸς τούτους ὁμιλίας Plu.2.11d.
II intr.
1 largarse, escaparse οὐκ ἀποσοβήσεις; Ar.Au.1258, cf. Men.Fr.826
εἰς τὸ ἄστυ Luc.Nau.4, παρ' αὐτήν Luc.Pr.Im.29.
2 en v. med.-pas. alarmarse ἀπεσοβήθησαν ταῖς διανοίαις Plb.30.5.16.

German (Pape)

[Seite 325] 1) wegscheuchen, verjagen, ῥήτορας, γέλων, Ar. Equ. 60 Ran. 45; Xen. Cyr. 2, 4, 23; abhalten, τὶ ἀπό τινος de re equ. 5, 6; τινά τινος Plut. ed. lib. 14; pass. ἀποσοβηθῆναι ταῖς διανοίαις, eingeschüchtert werden, Pol. 30, 5. – 2) intr., sich schnell davon machen, Ar. Vesp. 460 u. öfter; ἐς τὸ ἄστυ Luc. Navig. 7.

French (Bailly abrégé)

ἀποσοβῶ :
chasser en effrayant, faire fuir de peur.
Étymologie: ἀπό, σοβέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσοβέω:
1 отпугивать, отгонять (τινα и τι Arph., τι ἀπό τινος Xen. и τινά τινος Plut.): ἀποσοβηθῆναι ταῖς διανοιαις Polyb. встревожиться; ἀποσοβεῖσθαί τι Xen. отгонять от себя что-л.;
2 поспешно уходить (ἐς τὸ ἄστυ Luc.): οὐκ ἀποσοβήσεις! Arph. пошел вон!

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσοβέω: μέλλ. -ήσω, «σκιάζω», φοβίζω, ἀπελαύνω, ὡς ὅταν φοβῇ τις τὰ πτηνά, ἀποσοβεῖ τοὖς ῥήτορας Ἀριστοφ. Ἀποσμ. 60, πρβλ. Σφ. 460· μεταφ. ἀποσοβῆσαι τὸν γέλων Ἀριστοφ. Βάτρ. 45· ἀπομακρύνω, ἀπ. ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ λυποῦντα Ξεν. Ἱππ. 5. 6, πρβλ. Πλούτ. 2. 11D: - Μέσ., ἀπομακρύων ἀπ’ ἐμαυτοῦ, Ξεν. Ἱππ. 5. 7: - Παθ., καταπτοοῦμαι, τρομάζω, ἀπεσοβήθησαν ταῖς διανοίαις, δείσαντες μήποτε, κτλ.., Πολύβ. 20. 5, 16. ΙΙ. ἀμετάβ., ἀπέρχομαι φεύγων, οὐκ ἀποσοβήσεις; «δὲν θὰ ξεκκουμπισθῆς;» Ἀριστοφ. Ὄρν. 1029, 1258, πρβλ. Λουκ. Πλοῖον 4· ἀποσωβῶμεν, ἄς πηγαίνωμεν, ἄς φύγωμεν, Μένανδ. ἐν Ἀδηλ. 416.

Greek Monotonic

ἀποσοβέω: μέλ. -ήσω,
I. προξενώ φόβο, σκιάζω, διώχνω, όπως κάποιος αποδιώχνει τρομάζοντάς τα πουλιά ή τις μύγες, σε Αριστοφ.· μεταφ., ἀποσοβῆσαι τὸν γέλων, στον ίδ.
II. αμτβ., φεύγω βιαστικά, τρέχοντας· οὐκ ἀποσοβήσεις; δηλ. τσακίσου! στον ίδ.

Middle Liddell

I. to scare away, as one does birds or flies, Ar.; metaph., ἀποσοβῆσαι τὸν γέλων Ar.
II. intr. to be off in a hurry, οὐκ ἀποσοβήσεις; i. e. be off! Ar.

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=σκιάζω, φοβίζω, ἀπομακρύνω). Ἀπό τό ἀπό + σοβῶ (=διώχνω).
Παράγωγα: ἀποσόβησις (=τρόμαγμα), ἀποσοβητής, ἀποσοβητήριος, ἀποσοβητικός.