ἄρνειος
τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain
English (LSJ)
α, ον, (ἀρήν)
A of a lamb or sheep,κρέα Orac. ap. Hdt.1.47, Pherecr.45.3, X.An.4.5.31;
A σπλάγχνα Eub.75.5; ἄ. φόνος slaughtered sheep, S.Aj.309.
2 Ἀρνεῖος, ὁ (sc. μήν), name of month at Argos; Schwyzer90.3 (-ῆος lapis), Conon19.
3 ἄρνειον, τό, = ἀρνόγλωσσόν, Ps.-Dsc.2.126.
II ἀρνεῖον, τό, a shop where lamb is sold, butcher's shop, Didym. ap. EM146.39.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): ἀρνεῖα Did.Fr.Lex.5.21, Hsch.; βάννεια Hsch.; βάννιμα Hsch.
I de cordero κρέα Orác. en Hdt.1.47, Pherecr.50.3, X.An.4.5.31, δαίς E.Fr.467.3, σπλάγχνα Eub.75.5, ζωμός Dieuch.14.5, 15.99, φόνος S.Ai.309.
II subst. τὸ ἄ.
1 expendeduría de carne de ovino Did.l.c., Hsch.ll.cc.
2 bot. llantén Ps.Dsc.2.126; cf. ἀρνόγλωσσον.
German (Pape)
[Seite 356] vom Lamm od. Schaf, κρέα Xen. An. 4, 5, 30; φόνος, gemordete Schafe, Soph. Ai. 302.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
d'agneau ; ἄρνειος φόνος SOPH égorgement d'agneaux.
Étymologie: ἀρήν.
Greek Monotonic
ἄρνειος: -α, -ον (ἀρνός), αυτός που ανήκει σε αρνί ή πρόβατο, αρνίσιος, κρέα, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· ἄρνειος φόνος, σφαγμένα πρόβατα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄρνειος: овечий, ягнячий (κρέα Her., Xen.): ἄ. φόνος Soph. избиение овец.
Middle Liddell
ἀρνός
of a lamb or sheep, κρέα Orac. ap. Hdt.; ἄ. φόνος slaughtered, sheep, Soph.