ἐπορούω
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
Ep. Verb,
A spring at, in hostile sense, τῷ δὲ Μέγης ἐπόρουσεν Il.15.520: abs., ἐπόρουσε κύων ὥς ib.579.
2 Τυδεΐδῃ δ' ἐπόρουσε θεά sprang to his side, 5.793; ὅτε οἱ γλυκὺς ὕπνος λυσιμελὴς ἐπόρουσε came suddenly upon him, Od.23.343.
3 spring upon, c. acc., ἅρμ' ἐπορούσας Il.17.481.
German (Pape)
[Seite 1009] = ἐπόρνυμαι, Hom. oft, τινί, gew. im feindlichen Sinne, τῷ δὲ Μέγης ἐπόρουσε Il. 15, 520; ohne Casus, Ἀντίλοχος δ' ἐπόρο υσε κύων ὥς ibd. 579; – ohne feindliche Nebenbedeutung, Τυδείδῃ δ' ἐπόρουσε θεά – Ἀθήνη Il. 23, 232, wie vom Schlaf ὅτε οἱ γλυκὺς ὕπνος ἐπόρο υσε, als ihn der Schlaf (schnell) überfiel, Od. 23, 343; auch c. acc., ἅρμ' ἐπορούσας, indem er auf den Wagen sprang. Il. 17, 481.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. poét. 3ᵉ sg. ἐπόρουσε, 3ᵉ pl. ἐπόρουσαν et part. ἐπορούσας;
1 s'élancer vivement : ἅρμα IL sur un chariot ; τινι vers qqn;
2 avec idée d'hostilité s'élancer avec violence sur ou contre : τινι contre qqn.
Étymologie: ἐπί, ὀρούω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπορούω: (только 3 л. sing. и pl. aor. ἐπόρουσε и ἐπόρουσαν и part. ἐπορούσας) устремляться, бросаться, налетать (κύων ὥς τινι Hom.): ἅρμα ἐπορούσας Hom. вскочив на колесницу; Τυδείδῃ ἐπόρουσε Ἀθήνη Hom. к Тидиду поспешно подошла Афина; οἱ γλυκὺς ὕπνος ἐπόρουσε Hom. сладкий сон объял его (т. е. Одиссея).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπορούω: Ἐπικ. ῥῆμα, ὁρμῶ βιαίως ἐναντίον τινὸς ἢ πρός τινα, τῷ δὲ Μέγης ἐπόρουσεν Ἰλ. Ο. 520· ἀπολ., ἐπόρουσε κύων ὡς αὐτόθι 579· ἅπαξ μετ’ αἰτ., ἅρμ’ ἐπορούσας Ρ. 487. ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας πλὴν ἅπαξ, Τυδεΐδῃ δ’ ἐπόρουσε θεά, ὥρμησεν ἵνα ζητήσῃ αὐτόν, Ε. 793· οὕτω καὶ ἅπαξ ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ ὕπνου, ἐπέρχομαι αἰφνιδίως, ὅτε οἱ γλυκὺς ὕπνος λυσιμελὴς ἐπόρουσε Ψ. 343.
English (Autenrieth)
aor. ἐπόρουσα: rush upon, hasten to; τινί, usually in hostile sense, but not always, Il. 5.793; w. acc., ἅρμα, Il. 17.481; met., ὕπνος, ‘came swiftly upon,’ Od. 23.343.
English (Slater)
ἐπορούω v.l. (O. 8.40) v. ἐσορούω
Greek Monolingual
ἐπορούω (Α)
1. επιτίθεμαι με ορμή («οἱ δὲ λύκοι ὣς ἀλλήλοις ἐπόρουσαν», Ομ. Ιλ.)
2. κατευθύνομαι βιαστικά προς κάποιον («Τυδεΐδῃ δ’ ἐπόρουσε θεά», Ομ. Ιλ.)
3. (για τον ύπνο) έρχομαι ξαφνικά («ὅτε ὁ γλυκὺς ὕπνος λυσιμελὴς ἐπόρουσε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ορούω «ορμώ, επιτίθεμαι»].
Greek Monotonic
ἐπορούω: μέλ. -σω, ορμώ με βία προς ή εναντίον, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., στο ίδ.· ορμώ πίσω από κάποιον, δηλ. τον γυρεύω, τον αναζητώ, στο ίδ.· λέγεται για ύπνο, κυριεύω, καταλαμβάνω, παίρνω, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
fut. σω
to rush violently at or upon, c.dat., Il.; absol., Il.: to rush after, i. e. to seek him, Il.; of sleep, to overtake, Od.