ἐξηχία
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
English (LSJ)
ἡ, stupidity, nonsense, Porph.Chr.35, Hsch. s.v. ἀφραδίῃσι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξηχία: ἡ, παραφροσύνη, Μαλαλ. 134. 22, κλ.
Greek Monolingual
ἐξηχία, η (AM) έξηχος
μωρία, ανοησία.
Translations
stupidity
Arabic: غَبَاء, غَبَاوَة, بَلَاهَة; Hijazi Arabic: غباء, تَخَلُّف, بلاهة, هبالة; Armenian: հիմարություն; Belarusian: дурасць, глупства; Bengali: মূর্খতা; Bulgarian: глупост; Catalan: estupidesa; Chinese Mandarin: 愚蠢; Czech: hloupost; Dutch: stomheid, domheid; Esperanto: stulteco sg; Finnish: typeryys, älyttömyys; French: stupidité; German: Dummheit; Greek: ανοησία, βλακεία, ηλιθιότητα, κουταμάρα, μωρία, μωρότητα, χαζομάρα; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀβελτερία, ἀβελτηρία, ἀεσιφροσύνη, ἀλοσύνα, ἀμαθία, ἀμαθίη, ἀναισθησία, ἀναισθησίη, ἀνοησία, ἀνοητία, ἄνοια, ἀνοίη, ἀξυνεσία, ἀξυνεσίη, ἀπαιδευσία, ἀπαιδευσίη, ἀπαρακολουθησία, ἁπλότης, ἀποπληξία, ἀσοφία, ἀσοφίη, ἀσυνεσία, ἀφραδίη, ἀφρόνευσις, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, ἀχαριότης, βλακεία, ἐμβροντησία, ἐμπληξία, ἐνεότης, ἐξηχία, ἐρεσχελία, ἠλιθιότης, ἠλοσύνη, κακοφροσύνη, κόρυζα, μωρία, τὸ ἀναίσθητον, τὸ ἄφρον, φλυαρία, φλύαρος, φλύος; Hungarian: butaság; Italian: asinata, stupidaggine, fesseria; Latvian: stulbums, stulbība, muļķība; Macedonian: глупост; Malay: kebodohan; Malayalam: വിഡ്ഢിത്തം; Navajo: diigis; Occitan: estupiditat; Plautdietsch: Domheit; Polish: głupota; Portuguese: estupidez, burrice; Romanian: stupiditate, prostie, tâmpenie; Russian: глупость, тупость, дурость; Serbo-Croatian Cyrillic: глупост; Roman: glupost; Slovak: hlúposť; Slovene: neumnost; Spanish: estupidez, burricie, tontería, idiotez, cretinez, bobada, necedad, simpleza, memez, bobería, estulticia, majadería, sandez; Swahili: ujinga; Swedish: dumhet, enfald; Telugu: జడత్వము, మూర్ఖత్వం, తెలివితక్కువతనం; Ukrainian: дурість, глупство, глупота; Volapük: stup