ἐμβροντησία
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
English (LSJ)
ἡ,
A sheer stupidity, Id.Sam.196, S.E.M. 9.40.
2 madness, Piu.2.1119b, Philostr.VS2.27.5.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 aturdimiento, necedad, estupidez Men.Sam.411, ὑπερβολὴ ἐμβροντησίας exceso de estupidez S.E.M.9.40, ἄνευ ἀληθείας πίστις ἠλιθιότης ἔοικέ τις εἶναι καὶ ἐ. Iul.Gal.88.358e, ἡ Ἰουδαίων ἐμβροντησία Thdt.Is.4.479.
2 locura Plu.2.1119b, Iust.Phil.1Apol.9.5, τὰ πλεονεκτήματα ἐμβροντησίαν ᾤετο consideraba locura las demasías Philostr.VS 619.
German (Pape)
[Seite 807] ἡ, Betäubung durch den Blitz, übh. Blödsinn, Wahnsinn, Plut. adv. Col. 21 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
stupeur ou stupidité d'un homme qui est comme frappé de la foudre.
Étymologie: ἐμβρόντητος.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβροντησία: ἡ ошеломленность Men., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβροντησία: ἡ, κατάπληξις, ὑπὸ κεραυνοῦ, παραφροσύνη, Πλούτ. 2. 1119Β˙ ― «ἐμβροντησίας, μανίας, φρενοβλαβ(ε)ίας» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
η (Α ἐμβροντησία)
1. χτύπημα από κεραυνό
2. το να είναι κανείς εμβρόντητος, σαν χτυπημένος από κεραυνό
νεοελλ.
ψυχοπαθολογική κατάσταση πλήρους ακινησίας, αφωνίας και έλλειψης αντιδράσεων σε εξωτερικούς ερεθισμούς
αρχ.
μωρία.
Translations
stupidity
Arabic: غَبَاء, غَبَاوَة, بَلَاهَة; Hijazi Arabic: غباء, تَخَلُّف, بلاهة, هبالة; Armenian: հիմարություն; Belarusian: дурасць, глупства; Bengali: মূর্খতা; Bulgarian: глупост; Catalan: estupidesa; Chinese Mandarin: 愚蠢; Czech: hloupost; Dutch: stomheid, domheid; Esperanto: stulteco sg; Finnish: typeryys, älyttömyys; French: stupidité; German: Dummheit; Greek: ανοησία, βλακεία, ηλιθιότητα, κουταμάρα, μωρία, μωρότητα, χαζομάρα; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀβελτερία, ἀβελτηρία, ἀεσιφροσύνη, ἀλοσύνα, ἀμαθία, ἀμαθίη, ἀναισθησία, ἀναισθησίη, ἀνοησία, ἀνοητία, ἄνοια, ἀνοίη, ἀξυνεσία, ἀξυνεσίη, ἀπαιδευσία, ἀπαιδευσίη, ἀπαρακολουθησία, ἁπλότης, ἀποπληξία, ἀσοφία, ἀσοφίη, ἀσυνεσία, ἀφραδίη, ἀφρόνευσις, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, ἀχαριότης, βλακεία, ἐμβροντησία, ἐμπληξία, ἐνεότης, ἐξηχία, ἐρεσχελία, ἠλιθιότης, ἠλοσύνη, κακοφροσύνη, κόρυζα, μωρία, τὸ ἀναίσθητον, τὸ ἄφρον, φλυαρία, φλύαρος, φλύος; Hungarian: butaság; Italian: asinata, stupidaggine, fesseria; Latvian: stulbums, stulbība, muļķība; Macedonian: глупост; Malay: kebodohan; Malayalam: വിഡ്ഢിത്തം; Navajo: diigis; Occitan: estupiditat; Plautdietsch: Domheit; Polish: głupota; Portuguese: estupidez, burrice; Romanian: stupiditate, prostie, tâmpenie; Russian: глупость, тупость, дурость; Serbo-Croatian Cyrillic: глупост; Roman: glupost; Slovak: hlúposť; Slovene: neumnost; Spanish: estupidez, burricie, tontería, idiotez, cretinez, bobada, necedad, simpleza, memez, bobería, estulticia, majadería, sandez; Swahili: ujinga; Swedish: dumhet, enfald; Telugu: జడత్వము, మూర్ఖత్వం, తెలివితక్కువతనం; Ukrainian: дурість, глупство, глупота; Volapük: stup
folly
Armenian: հիմարություն; Bulgarian: глупост; Dutch: dwaasheid, domheid, stommiteit; Esperanto: malsaĝeco; Finnish: mielettömyys, hulluus, typeryys; French: folie, sottise; Galician: folía; German: Torheit, Narrheit, Dummheit, Tollheit, Aberwitz, Verrücktheit; Gothic: 𐌳𐍅𐌰𐌻𐌹𐌸𐌰, 𐌿𐌽𐍆𐍂𐍉𐌳𐌴𐌹; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀβελτερία, ἀβελτηρία, ἀγνωμοσύνη, ἀεσιφροσύνη, ἀμαθία, ἀμαθίη, ἄνοια, ἀνοίη, ἀπειραγαθία, ἀπόρρευσις, ἀσοφία, ἀσοφίη, ἀσύνετος, ἀφραδία, ἀφραδίη, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, ἠλιθιότης, κακοφραδία, κακοφραδίη, κακοφροσύνη, ματαιότης, μάτη, ματία, μωρία, μωρίη, τὸ ἄφρον, τὸ μωρόν, τὸ μῶρον, τὸ φρενῶν διαφθαρέν, φρενοβλάβεια; Hebrew: אִוֶּלֶת / איוולת; Hungarian: butaság, ostobaság; Irish: díchiall, amaidí; Italian: follia, stravaganza; Latin: stultitia, fatuitas; Latvian: neprātība, neprātīgums; Manx: anchreeaght; Plautdietsch: Domheit; Polish: głupota; Portuguese: bobeira; Romanian: prostie; Russian: глупость, недомыслие, дурь, блажь, безрассудство; Scottish Gaelic: amaideachd, amaideas; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̏до̄ст; Roman: lȕdōst; Spanish: locura, estupidez; Swedish: dåraktighet, dårskap