ἐξιθύνω

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῑθύνω Medium diacritics: ἐξιθύνω Low diacritics: εξιθύνω Capitals: ΕΞΙΘΥΝΩ
Transliteration A: exithýnō Transliteration B: exithynō Transliteration C: eksithyno Beta Code: e)ciqu/nw

English (LSJ)

A make straight, στάθμη δόρυ νήϊον Il.15.410; εἰ ἱκανῶς ἐξίθυνται Hp.Fract.3, cf. Art.42.
2 direct aright, πηδάλιον A.R.1.562.

German (Pape)

[Seite 882] ganz gerade machen, στάθμῃ δόρυ νήϊον Il. 15, 410; πηδάλια, lenken, Ap. Rh. 1, 562.

French (Bailly abrégé)

redresser, rendre tout à fait droit.
Étymologie: ἐξ, ἰθύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξῑθύνω: выпрямлять, делать прямым, выравнивать (δόρυ νήϊον Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῑθύνω: ποιῶ τι ἴσον, στάθμῃ δόρυ νήϊον ἐξιθύνει Ἰλ. Ο. 410· εἰ ἱκανῶς, ἐξίθυνται Ἱππ. π. Ἀγμ. 752, πρβλ. π. Ἄρθρ. 808. 2) διευθύνω, τεχνηέντως πηδάλι’ ἀμφιέπεσκ’, ὄφρ’ ἔμπεδον ἐξιθύνοι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 562.

Greek Monolingual

ἐξιθύνω (Α)
1. ισιώνω
2. διευθύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιθύνω (< ιθύς, παράλλ. τ. του ευθύς)].

Greek Monotonic

ἐξῑθύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, κάνω κάτι ευθύ, ισιώνω, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

fut. ῠνῶ
to make straight, Il.