ἐπιμίμνω
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
English (LSJ)
poet. for ἐπιμένω, abide or continue in, (ἔργῳ) Od.14.66, 15.372.
German (Pape)
[Seite 963] (s. μίμνω), p. = ἐπιμένω, dabei bleiben, verharren, ἔργον ἀέξεται ᾡ ἐπιμίμνω Od. 14, 66; 15, 371 u. Sp. Als Tmesis rechnet man hierher κενεὴν ἐπὶ ἐλπίδα μίμνων, erwartend, Hes. O. 496.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
rester sur, rester attaché à, continuer.
Étymologie: ἐπί, μίμνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμίμνω: (= ἐπιμένω) оставаться (при чем-л.): ἔργον, ᾧ ἐπιμίμνω Hom. труд, которым я продолжаю заниматься.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμίμνω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἐπιμένω, ἐνδιατρίβω, ἐμμένω, ὡς καὶ ἐμοὶ τόδε ἔργον ἀέξεται, ᾧ ἐπιμίμνω Ὀδ. Ξ. 66, Ο. 372.
English (Autenrieth)
wait upon, superintend; ἔργῳ, Od. 14.66 and Od. 15.372.
Greek Monolingual
ἐπιμίμνω (Α)
επιμένω, εμμένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μίμνω, παράλλ. αναδιπλασιασμένος τ. του μένω.
Greek Monotonic
ἐπιμίμνω: ποιητ. αντί -μένω, εμμένω σε μία εργασία, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.