Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιστείβω

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστείβω Medium diacritics: ἐπιστείβω Low diacritics: επιστείβω Capitals: ΕΠΙΣΤΕΙΒΩ
Transliteration A: episteíbō Transliteration B: episteibō Transliteration C: episteivo Beta Code: e)pistei/bw

English (LSJ)

tread upon, stand upon, τόπον S.OC56, cf. Nic. Th.32, 570; γαῖαν Rhian.1.11; αἰγιαλόνδε Orph.A.1120; ἐ.ἔργον set about, ib.943.

German (Pape)

[Seite 983] darauf treten, betreten, ὃν δ' ἐπιστείβεις τόπον Soph. O. C. 56; sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 20; ἔργον, sich daran machen, Orph. Arg. 941.

French (Bailly abrégé)

marcher sur, s'engager dans, acc..
Étymologie: ἐπί, στείβω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστείβω: попирать ногами, топтать (τόπον τινά Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστείβω: πατῶ ἐπάνω, ἵσταμαι ἐπάνω, ὃν δ’ ἐπιστείβεις τόπον, ὁ τόπος δὲ ἐφ’ οὗ πατεῖς, Σοφ. Ο. Κ. 56· ἐπιλήθεται οὕνεκα γαῖαν ποσσὶν ἐπιστείβει Ριαν. παρὰ Στοβ. 54. 18· αἰγιαλόνδε Ὀρφ. Ἀργ. 1118· ἐπ. ἔργον, Λατ. opus aggredi, προχωρεῖν εἰς τὸ ἔργον, αὐτόθι 941.

Greek Monolingual

ἐπιστείβω (Α) στείβω
1. πατώ επάνω («ὃv δ’ ἐπιστείβεις τόπον» — ο τόπος που πατάς, Σοφ.)
2. φρ.ἐπιστείβω ἔργον» — προχωρώ στο έργο, επιχειρώ να κάνω).

Greek Monotonic

ἐπιστείβω: μέλ. -ψω, πατώ επάνω, στέκομαι επάνω, με αιτ., σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. ψω
to tread upon, stand upon a place, c. acc., Soph.