ἐπιστείβω
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
tread upon, stand upon, τόπον S.OC56, cf. Nic. Th.32, 570; γαῖαν Rhian.1.11; αἰγιαλόνδε Orph.A.1120; ἐ.ἔργον set about, ib.943.
German (Pape)
[Seite 983] darauf treten, betreten, ὃν δ' ἐπιστείβεις τόπον Soph. O. C. 56; sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 20; ἔργον, sich daran machen, Orph. Arg. 941.
French (Bailly abrégé)
marcher sur, s'engager dans, acc..
Étymologie: ἐπί, στείβω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστείβω: попирать ногами, топтать (τόπον τινά Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστείβω: πατῶ ἐπάνω, ἵσταμαι ἐπάνω, ὃν δ’ ἐπιστείβεις τόπον, ὁ τόπος δὲ ἐφ’ οὗ πατεῖς, Σοφ. Ο. Κ. 56· ἐπιλήθεται οὕνεκα γαῖαν ποσσὶν ἐπιστείβει Ριαν. παρὰ Στοβ. 54. 18· αἰγιαλόνδε Ὀρφ. Ἀργ. 1118· ἐπ. ἔργον, Λατ. opus aggredi, προχωρεῖν εἰς τὸ ἔργον, αὐτόθι 941.
Greek Monolingual
ἐπιστείβω (Α) στείβω
1. πατώ επάνω («ὃv δ’ ἐπιστείβεις τόπον» — ο τόπος που πατάς, Σοφ.)
2. φρ. («ἐπιστείβω ἔργον» — προχωρώ στο έργο, επιχειρώ να κάνω).
Greek Monotonic
ἐπιστείβω: μέλ. -ψω, πατώ επάνω, στέκομαι επάνω, με αιτ., σε Σοφ.