ὁμοιοπαθέω

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοπαθέω Medium diacritics: ὁμοιοπαθέω Low diacritics: ομοιοπαθέω Capitals: ΟΜΟΙΟΠΑΘΕΩ
Transliteration A: homoiopathéō Transliteration B: homoiopatheō Transliteration C: omoiopatheo Beta Code: o(moiopaqe/w

English (LSJ)

A have similar feelings or have similar affections, τινι Arist.EN1095b22 (v.l. ὁμοπαθέω).
II of things, to be subject to the same laws, to be homogeneous, Str.1.1.9: Medic., to be affected in sympathy, Gal.8.756.

German (Pape)

[Seite 335] sich in einem ähnlichen Zustande, τινί, wie ein Anderer befinden, ὁμοιοπαθοῦσι Σαρδαναπάλῳ, es widerfährt ihnen dasselbe wie dem Sardanapal, Arist. Eth. 1, 5, 3 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ὁμοιοπαθῶ :
être affecté de même que, sympathiser avec, τινι.
Étymologie: ὁμοιοπαθής.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιοπᾰθέω: питать сходные чувства, относиться с сочувствием (τινι Arst., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοπᾰθέω: ἔχω ὅμοια αἰσθήματα ἢ πάθη, συμπαθῶ, τινι, πρός τινα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5, 3. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὑπόκειμαι εἰς τοὺς αὐτοὺς νόμους, ἔχω τὴν αὐτὴν φύσιν, Στράβ. 6.

Greek Monotonic

ὁμοιοπᾰθέω: μέλ. -ήσω,
I. έχω παρόμοια αισθήματα ή πάθη, συμπάσχω, τινί, με κάποιον άλλο, σε Αριστ.
II. λέγεται για πράγματα, υπόκειμαι στους ίδιους νόμους, είμαι ομοιογενής, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὁμοιοπᾰθέω, fut. -ήσω
I. to have similar feelings or affections, to sympathise, τινί with another, Arist.
II. of things, to be subject to the same laws, to be homogeneous, Strab.