ὑπάπειμι
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
(εἶμι ibo) withdraw, retreat, Th.5.9; withdraw stealthily, κατ' ὀλίγους ὑπαπῇσαν Id.3.111; κατ' ὀλίγον Luc.Icar.14; ἐφήβου.. ἄρτι ὑπαπῄει was past the age of... Philostr.VA6.3.
German (Pape)
[Seite 1182] (s. εἶμι), allmälig od. heimlich weggehen, Thuc. 3, 111. 5, 9.
French (Bailly abrégé)
impf. ὑπαπῄειν, etc.
s'éloigner secrètement, s'esquiver.
Étymologie: ὑπό, ἄπειμι².
Russian (Dvoretsky)
ὑπάπειμι: понемногу, тайком или постепенно отходить, отступать (κατ᾽ ὀλίγους Thuc.): τοῦ ὑπαπιέναι τὴν διάνοιαν ἔχειν Thuc. подумывать об отходе; κατ᾽ ὀλίγον ὑπαπιών Luc. понемногу удаляясь.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπάπειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἀναχωρῶ λάθρα ἢ βραδέως, ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, ἀποχωρῶ, Θουκ. 5. 9. κατ’ ὀλίγους ὑπαπῄεσαν ὁ αὐτ. 3. 111· κατ’ ὀλίγον, Λουκ. Ἰκαρομ. 14· ἐφήβου ἄρτι ὑπαπῄει, ἀρτίως ὑπερέβη τὴν ἡλικίαν τοῦ ἐφήβου, Φιλόστρ. 230.
Greek Monolingual
Α
1. αναχωρώ, αποχωρώ σιγά σιγά ή κρυφά
2. μτφ. υπερβαίνω μια ορισμένη ηλικία («ἐφήβου ἄρτι ὑπαπῄει», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἄπειμι (ΙΙ) «απέρχομαι, αναχωρώ, υποχωρώ»].
Greek Monotonic
ὑπάπειμι: (εἶμι ibo), αναχωρώ κρυφά ή αργά, υποχωρώ, αποσύρομαι, σε Θουκ.
Middle Liddell
εἶμι ibo]
to depart stealthily or slowly, to withdraw, retreat, Thuc.
Lexicon Thucydideum
furtim abire, to go away secretly, 3.111.1, 5.9.6.