ὑπίλλω
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
v. ὑπείλλω, ὑπειλέομαι.
German (Pape)
[Seite 1206] eigtl. nach unten wickeln, rollen, οὐράν, den Schwanz schmeichelnd nach unten bewegen, od. ihn furchtsam einziehen, Eur. bei Ael. H. A. 12, 7; – übertr., σοὶ δ' ὑπίλλουσι τὸ στόμα, eine Empfindung, die man nicht auszusprechen wagt, unterdrücken, Soph. Ant. 505, Schol. οιὰ σὲ τὸ στόμα συστέλλουσι καὶ σιωπῶσιν, der auch wie Herm. die andere Erkl. »nach dem Munde reden« giebt; vgl. Ruhnk. Tim. 71 u. Buttm. Lexil. II p. 150 u. ὑπειλέω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. 3ᵉ pl. ὑπίλλουσι, part. ao. fém. ὑπίλασα et ao. Pass. ὑπιλλήθην;
rouler en dessous : στόμα SOPH (replier, càd) fermer la bouche.
Étymologie: ὑπό, ἴλλω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπίλλω: поджимать (οὐράν Eur.): ὑ. στόμα τινί Soph. зажимать себе рот в чьем-л. присутствии.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπίλλω: ἀόρ. α΄ ὑπῖλα Εὐρ. (ἴδε κατωτ.)· παθ. ἀόρ. ὑπιλλήθην Ἱππ. παρὰ Γαλην. ἐν Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξηγ. σ. 582. Κυρίως ὑποστρέφω, σύρω ὑποκάτω, «συμμαζώνω», «περιμαζεύω», οὐρὰν δ’ ὑπίλασ’ ὑπὸ λεοντόπουν βάσιν καθέζετο (πρβλ. Λατ. remulcere caudam), ὑπέστρεψε τὴν οὐρὰν μεταξὺ τῶν σκελῶν ἐκ φόδου, Εὐρ. Ἀποσπ. 544· μεταφ., σοὶ δ’ ὑπίλλουσι στόμα, κλείουσι τὸ στόμα, «περιμαζεύουν τὴν γλῶσσάν των», Σοφ. Ἀντ. 509. (ὡς πρὸ μικροῦ εἶπεν, εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλείσοι φόβος)· - πρβλ. Buttm. Lexil. ἐν λ. εἰλεῖν 12 καὶ ἴδε εἰλέω. - Κατ’ Ἐρωτιαν. σ. 378 «ὑπ(ε)ίλλει, ὑποστρέφει ὡς καὶ Εὐρυπίδης ἐν Οἰδίποδι φησίν, «οὐρὰν ὑπείλει (γράφει δ’ ὑπίλασ’) ὑπὸ λεοντόπουν βάσιν.»
Greek Monolingual
Α
βλ. ὑπείλλω.
Greek Monotonic
ὑπίλλω: αόρ. αʹ ὑπῖλα, ωθώ, βάζω κάτω από, συμμαζεύω· κυρίως λέγεται για σκύλο που βάζει την ουρά στα σκέλια· μεταφ., σοὶ ὑπίλλουσι στόμα, κρατούν το στόμα τους κλειστό μπροστά σου, δηλ. ζαρώνουν, δειλιάζουν και αρχίζουν τις κολακείες ενώπιόν σου, σε Σοφ.
Middle Liddell
aor1 ὑπῖλα
to force underneath, properly of a dog putting its tail between the legs: metaph., σοὶ ὑπίλλουσι στόμα keep down their tongue before thee, i. e. fawn and cringe before thee, Soph.