ὑπερεκπλήσσω

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερεκπλήσσω Medium diacritics: ὑπερεκπλήσσω Low diacritics: υπερεκπλήσσω Capitals: ΥΠΕΡΕΚΠΛΗΣΣΩ
Transliteration A: hyperekplḗssō Transliteration B: hyperekplēssō Transliteration C: yperekplisso Beta Code: u(perekplh/ssw

English (LSJ)

astonish beyond measure, τινα J.AJ8.6.5:—Pass., to be amazed, ἐπί τινι X.Cyr.1.4.25; ὑπερεκπεπληγμένος ὡς ἄμαχόν τινα τὸν Φίλιππον astonished at or admiring him exceedingly, D.2.5, cf. Plu.2.523d, etc.: abs., ὑπερεκπλαγείς overwhelmed (by error), ib.870b.

German (Pape)

[Seite 1194] (s. πλήσσω), über die Maaßen in Schrecken od. Erstaunen setzen, pass. ganz außer sich sein vor Staunen, ἐπί τινι, Xen. Cyr. 1, 4, 25; vor Furcht, ὑπερεκπεπληγμένος, Dem. 2, 5, wo darauf folgt ὡς ἄμαχόν τινα Φίλιππον; u. Sp., wie Luc. de dom. 3.

French (Bailly abrégé)

étonner outre mesure ; Pass. être frappé, au delà de toute expression, de surprise ou de stupeur : τι, ἐπί τινι devant qch ; τινα devant qqn.
Étymologie: ὑπέρ, ἐκπλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερεκπλήσσω: атт. ὑπερεκπλήττω
1 чрезвычайно поражать: ὑπερεξεπέπληκτο ἐπ᾽ αὐτῷ Xen. (Астиаг) не мог надивиться на него; ὑπερεκπεπληγμένος τινά Dem. и τι Plut. изумленный кем(чем)-л.;
2 поражать страхом, повергать в ужас (ὑπερπληγεὶς ἔφευγεν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερεκπλήσσω: μέλλ. -ξω, ἐκπλήττω ὑπὲρ τὸ μέτρον, ὑπερβαλλόντως, τινὰ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 6, 4. - Παθ., ἐκπλήττομαι ὑπερβαλλόντως, ὑπὲρ πᾶν μέτρον, διατελῶ ἐν ἐκπλήξει, ἐπί τινι Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 4, 25 ὑπερεκπεπληγμένος ὡς ἄμαχόν τινα Φίλιππον Δημ. 19. 16, πρβλ. Πλούτ. 2. 523D, κλπ.· ἀπολυ. ὑπερεκπλαγεὶς ὁ αὐτ. 870Β, κλπ.

Greek Monolingual

Α
1. εκπλήσσω υπερβολικά, τρομάζω κάποιον
2. (αμτβ.) εκπλήσσομαι υπερβολικά, μένω κατάπληκτος.

Greek Monotonic

ὑπερεκπλήσσω: μέλ. -ξω, τρομάζω, τρομοκρατώ υπέρμετρα — Παθ., εκπλήσσομαι υπερβολικά, σε Ξεν.· ὑπερεκπεπληγμένος Φίλιππον, θαυμάζοντάς τον υπερβολικά, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. ξω
to frighten beyond measure:— Pass. to be in amazement, Xen.; ὑπερεκπεπληγμένος Φίλιππον admiring him exceedingly, Dem.