ὑπωμοσία
English (LSJ)
ἡ,
A oath taken in court to delay proceedings (v. ὑπόμνυμι II),
1 oath or affidavit showing good ground for the absence of a party to a suit, application for delay, D.21.84 (pl.), v. Harp. s. v.; ὑπωμοσίαν παραδέχεσθαι Hyp.Eux.7; cf. ἀνθυπόμνυμι.
2 oath taken by the prosecutor in a γραφὴ παρανόμων (v. παράνομος II.2), with the effect of suspending the proposed law or decree, ἐᾶν [τὸν νόμον] ἐν ὑ. to leave it in the condition caused by the ὑπωμοσία, to let it drop, D.18.103; cf. AB313, Poll.8.56.
German (Pape)
[Seite 1241] ἡ, = ὑπομοσία, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
excuse sous serment, serment prêté par le demandeur pour une requête à l'effet de suspendre l'application d'une loi.
Étymologie: ὑπόμνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπωμοσία: ἡ юр.
1 просьба об отсрочке, подтвержденная клятвой об уважительности причины Dem.;
2 опротестование законопроекта с клятвенным обязательством привлечь его автора к ответственности Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπωμοσία: ἡ, ὅρκος ὃν ἐλάμβανον ἐν δικαστηρίῳ οἱ ἐπιθυμοῦντες τὰ ἀναβάλωσι τὴν ἐκδίκασιν ὑποθέσεως (ἴδε ὑπόμνυμι ΙΙ). 1) ἔνορκος διαβεβαίωσις ὅτι ὑπάρχει λόγος ἰσχυρὸς δικαιολογῶν τὸν ἕτερον τῶν δικαζομένων νὰ μὴ προσέλθῃ εἰς τὴν δίκην δηλαδὴ αἴτησις ἀναβολῆς, Δημ. 541. 21, ἴδε Ἁρποκρ. ἐν λέξει· ὑπωμοσίαν παραδέχεσθαι Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππου 7· πρὸς ταύτην ἀντετάσσετο ἀνθυπωμοσία· πρβλ. Act. Process σ. 696. 2) ὅρκος εἰς ὃν ὑπεβάλλετο ὁ κατήγορος ὁ εἰσάγων, γραφὴν παρανόμων (ἴδε παράνομος ΙΙ), τούτου δὲ ἀποτέλεσμα ἦτο ἡ ἀναβολὴ τοῦ προτεινομένου νόμου ἢ ψηφίσματος, ἐᾱν (τὸν νόμον) ἐν ὑπ., ἀφίνω αὐτὸ εἰς ἣν περιῆλθε θέσιν ἕνεκα τῆς ὑπωμοσίας, ἀφίνω αὐτὸν ἐν ἀργίᾳ, Δημ. 260. 24, πρβλ. Α. Β. 313, Πολυδ. Η΄, 56. ― Ἴδε Π. Φωτιάδου Συμβολὰς εἰς τὸ Ἀττικὸν Δίκαιον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΑ΄, σ. 57 κἑξ.
Greek Monolingual
η / ὑπωμοσία, ΝΜΑ
(στην αρχ. Αθήνα)
1. όρκος, τον οποίο έπαιρναν στο δικαστήριο όσοι ήθελαν την αναβολή της εκδίκασης μιας υπόθεσης
2. (κατ' επέκτ.) αίτηση αναβολής ή διακοπής της δίκης, που γινόταν με ένορκη βεβαίωση ότι συνέτρεχε σοβαρός λόγος
3. (ειδικά) όρκος, στον οποίο υποβαλλόταν κατήγορος ο οποίος είχε εισαγάγει γραφή παρανόμων, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η αναβολή προτεινόμενου νόμου ή ψηφίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ωμοσία (< -ωμότης < ὄμνυμι), πρβλ. κατ-ωμοσία. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
ὑπωμοσία: ἡ,
1. όρκος που παίρνονταν για αναβολή εκδίκασης υποθέσεων (βλ. ὑπόμνυμι II), γραπτή αίτηση, ένορκη διαβεβαίωση για την αναβολή δίκης, σε Δημ.
2. όρκος που δίνονταν από τον κατήγορο στην γραφὴν παρανόμων (βλ. παράνομος 2), με αποτέλεσμα την αναβολή του προτεινόμενου νόμου ή ψηφίσματος, στον ίδ.
Middle Liddell
ὑπωμοσία, ἡ,
1. an oath taken to delay proceedings (v. ὑπόμνυμι II), an application for postponement of a trial, Dem.
2. an oath taken by the prosecutor in a γραφὴ παρανόμων (v. παράνομος 2), with the effect of suspending the proposed decree, Dem.