ὑφέλκω
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
draw away under, draw away underhand or gently, ὑ. [τινὰ] ποδοῖιν draw one away by the two feet, Il.14.477; draw away by undermining, ὑ. παρὰ σφᾶς τὸν χοῦν Th.2.76, cf. D.C.66.4; ὑ. κάτωθεν τὸ κλιμάκιον Plu.2.781e; ὑ. τοὺς πόδας, i.e. to be slippery, Poll.1.187: —Med., περσικὰς ὑφέλκομαι I trail Persian slippers under my feet, Ar.Ec.319:—Pass., ὑφελκέσθω τὸ ὑποπόδιον Heliod. ap. Orib.49.8.19.
French (Bailly abrégé)
1 tirer par-dessous : τὸν χοῦν THC tirer par-dessous en minant les matériaux amoncelés;
2 tirer en bas : τινα ποδοῖϊν IL qqn par les pieds.
Étymologie: ὑπό, ἕλκω.
German (Pape)
(ἕλκω), darunter heimlich wegziehen; τινὰ ποδοῖϊν, Einen an beiden Beinen wegziehen, Il. 14.477; ὑπὸ τὸ χῶμα ὑφεῖλκον τὸν χοῦν Thuc. 2.76; med., τὰς Περσικάς, sich darunter anziehen, Ar. Eccl. 319; Sp.
Russian (Dvoretsky)
ὑφέλκω: тянуть тайком или снизу: ὑ. ποδοῖϊν Hom. тащить за ноги; Περσικὰς ὑφέλκεσθαι Arph. натягивать на себя персидскую обувь; ὑ. τὸν χοῦν Thuc. выкапывать землю из-под насыпи; ὑ. κάτωθεν τὸ κλιμάκιον Plut. тайком убирать лесенку.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφέλκω: μέλλ. -ελκύσω· (ἴδε ἐν λ. ἕλκω). Ἕλκω κάτωθεν, ὁ δ’ ὕφελκε ποδοῖιν, ἔσυρε κάτωθεν ἐκ τῶν δύο ποδῶν, Ἰλ. Ξ. 477· ― ἀποσύρω ὑποσκάπτων, ὑφεῖλκον παρὰ σφᾶς τὸν χοῦν, ἔσυρον (ἐτραβοῦσαν) κάτωθεν πρὸς τοὺς ἑαυτοὺς τὸ χῶμα, Θουκ. 2. 76, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 66. 4· ὑφ. κάτωθεν τὸ κλιμάκιον Πλούτ. 2. 781Ε· χωρία... ὑφέλκοντα (τοὺς πόδας), ὀλισθηρά, Πολυδ. Α΄, 187. ― Μέσ., Περσικὰς ὑφέλκομαι, σύρω Περσικὰ σανδάλια ὑπὸ τοὺς πόδας μου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 319.
English (Autenrieth)
only ipf., ὕφελκε, sought to drag away by laying hold below at the feet, ποδοῖιν, Il. 14.477†.
Greek Monolingual
και ὑφελκύω Α ἕλκω / ἑλκύω]
1. έλκω κάτι με δόλιο ή με ήπιο τρόπο («ὁ δ' ὕφελκε ποδοῖιν», Ομ. Ιλ.)
2. έλκω κάτι προς το μέρος μου με υπόγεια εκσκαφή («ὑφεῖλκον παρὰ σφᾱς τὸν χοῦν», Θουκ.)
3. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως επίθ.) ὑφέλκων
ολισθηρός
4. φρ. «ὑφέλκομαι περσικάς»
(ενν. ἐμβάδας) φορώ περσικές παντόφλες (Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ὑφέλκω: μέλ. -ελκύσω, (βλ. ἕλκω), αποσπώ, σύρω μαλακά, απαλά, ὑφέλκω τινὰ ποδοῖιν, σέρνω κάτω από τα δύο πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.· αποσπώ υπονομεύοντας, σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. -ελκύσω [v. ἕλκω
to draw away gently, ὑφ. τινὰ ποδοῖιν to draw one away by the two feet, Il.: — to draw away by undermining, Thuc.
Lexicon Thucydideum
subtrahere, to withdraw, 2.76.2.