ὑψιχαίτης
From LSJ
English (LSJ)
ὑψιχαίτου, ὁ, perhaps = βαθυχαίτης, ib.4.172; cf. εὐρυχαίτης.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
à la chevelure relevée ; à la longue chevelure.
Étymologie: ὕψι, χαίτη.
German (Pape)
ὁ, mit hoher Mähne, langem Haupthaar, Pind. P. 4.172 ἀνέρες.
Russian (Dvoretsky)
ὑψιχαίτης: ου adj. пышногривый (ἀνέρες Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐχαίτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων ὑψηλὴν χαίτην, ἴσως = βαθυχαίτης, Πινδ. Π. 4. 306· πρβλ. εὐρυχαίτης.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που έχει μακριά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. πολυχαίτης].
Greek Monotonic
ὑψῐχαίτης: -ου, ὁ (χαίτη), μακρυμάλλης, σε Πίνδ.