αύρα
μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
Greek Monolingual
η (AM αὔρα)
1. η ελαφρά και δροσερή πνοή του ανέμου που έρχεται κυρίως από τη θάλασσα, αεράκι
2. η πνιγμονή που προηγείται από την επιληπτική κρίση
νεοελλ.
φρ.
1. «απόγεια αύρα» — η αύρα που πνέει από τη στεριά προς τη θάλασσα
2. «θαλάσσια αύρα» — η αύρα που πνέει από τη θάλασσα προς τη στεριά, ο μπάτης
αρχ.
1. η ψύχρα του πρωινού
2. ούριος, ευνοϊκός άνεμος κατά το ταξίδι
3. το θυμίαμα των θυσιών
4. τρεμούλα, ανατριχίλα, ανατρίχιασμα
5. φρ. «μετάτροπος αὔρα» ή «μετάτροποι αὖραι» — το ευμετάβλητο των ανθρωπίνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η αύρα συνδέεται με τη λ. αήρ, αν και ο συσχετισμός αυτός δεν ερμηνεύει τη δομή και τη σημασία της λ. αύρα, αφού ο όρος αήρ σήμαινε κυρίως «την ομίχλη». Επίσης η υπόθεση κατά την οποία ο τ. αύρα προέρχεται από θ. ∂2e-w∂1- που συνδέεται με το θ. ϑ2w-e∂1- > άημι «φυσώ» (πρβλ. αρχ. ινδ. vati), δεν δικαιολογεί την κύρια σημασία της λ. αύρα «δροσερή και ελαφρά πνοή ανέμου», διάφορη της λ. άελλα. Ο όρος αύρα χρησιμοποιείται άπαξ στην Οδύσσεια για να δηλώσει «το πρωινό αεράκι που σηκώνεται από ποτάμι» ενώ στον Ησίοδο αναφέρεται η θαλάσσια αύρα. Η λ., αν και σπάνια στον πεζό λόγο, απαντά στον Πλάτωνα, τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα, μεταφορική δε σημασία αποκτά κυρίως στην τραγωδία (Ευριπίδης). Τέλος, ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει την αύρα ως «το δροσερό αεράκι που ανεβαίνει από το νερό»].