αἰνιγματώδης

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰνιγμᾰτώδης Medium diacritics: αἰνιγματώδης Low diacritics: αινιγματώδης Capitals: ΑΙΝΙΓΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: ainigmatṓdēs Transliteration B: ainigmatōdēs Transliteration C: ainigmatodis Beta Code: ai)nigmatw/dhs

English (LSJ)

αἰνιγματῶδες, riddling, dark, obscure, enigmatic, A. Supp.464; ῥηματίσκια, of the Heracliteans, Pl.Tht.180a; χρησμός D.S.32.10; of persons, Max.Tyr.38.4. Adv. αἰνιγματωδῶς = enigmatically, figuratively, in a figurative way Arist.Rh.1441b22, Pl.Chrm.164e (Comp.), etc.

Spanish (DGE)

(αἰνιγμᾰτώδης) -ες
I 1oscuro, enigmático gener. de palabras, dichos, conceptos τοὖπος A.Supp.464, λόγοι Plb.15.25.34, χρησμός D.S.32.10.2, neutr. adv. αἰνιγματωδέστερον ..., ὡς μάντις, λέγει Pl.Chrm.164e, cf. Luc.Pseudol.27, Ael.VH 14.15
esp. de las sentencias de Heráclito y sus seguidores ῥηματίσκια αἰνιγματώδη Pl.Tht.180a, ὅλον τε τὸ περὶ φύσεως αἰνιγματῶδες ἀλληγορεῖ todo lo relativo a la Naturaleza lo alegoriza mediante términos enigmáticos Heraclit.All.24
de pers., Max.Tyr.38.4
subst. τὰ αἰνιγματώδη = enigmas Arist.Rh.1394b35.
2 alegórico, metafórico πόησις αἰνιγματώδης Orph.Comm.3.4, νόμος ὁ διὰ Μωυσέως, τῆς μελλούσης χάριτος συμβολικὴ καὶ αἰ. ἐπιτομή Hippol.in S.Pasch.9.35.
II adv.
1 αἰνιγματωδῶς = de manera enigmática, oscuramente Anaximen.Rh.1441b22.
2 alegóricamente λέγειν .. αἰνιγματωδῶς Orph.Comm.3.5.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
énigmatique, obscur.
Étymologie: αἴνιγμα, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰνιγματώδης -ες αἴνιγμα raadselachtig, duister.

German (Pape)

ες, rätselhaft, Plat., auch Kompar. Charm. 164e.
• Adv. αἰνιγματωδῶς.

Russian (Dvoretsky)

αἰνιγμᾰτώδης: загадочный (ἔπος Aesch.; ῥηματίσκια Plat.).

Middle Liddell

εἶδος
riddling, dark, Aesch.

Greek Monotonic

αἰνιγματώδης: -ες (εἶδος), ασαφής, σκοτεινός, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνιγματώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὁμοιάζων πρὸς αἴνιγμα, ἀσαφής, σκοτεινός, Αἰσχύλ. Ἱκ. 464· αἰν. ῥηματίσκια, περὶ τῶν Ἡρακλειτείων, Πλάτ. Θεαίτ. 180Α. Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Λ. 9. 3.

English (Woodhouse)

abstruse, dark, riddling, couched in dark language, enigmatic, hard to make out, hard to understand

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)