βροτοκτόνος

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βροτοκτόνος Medium diacritics: βροτοκτόνος Low diacritics: βροτοκτόνος Capitals: ΒΡΟΤΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: brotoktónos Transliteration B: brotoktonos Transliteration C: vrotoktonos Beta Code: brotokto/nos

English (LSJ)

βροτοκτόνον, man-slaying, homicidal, θυσίαι E. IT384 (lyr.); κράνεια AP6.123 (Anyte): Ἄρης Orph.H.65.2; οὐ τὴν Οἰδιπόδαο βροτοκτόνον his murderess, i.e. the Sphinx, Epigr.Gr. 1015.

Spanish (DGE)

-ον
homicida κράνεια AP 6.123 (Anyt.), Ἄρης Orph.H.65.2, τὴν Οἰδιπόδαο βροτοκτόνον la asesina de Edipo e.e. la Esfinge, IMEG 129.6 (imper.)
de sacrificios en los que hay víctimas humanas θυσίαι E.IT 384.

German (Pape)

[Seite 465] Menschen tödtend, θυσίαι Eur. I. T. 384; Ares Orph. H. 64; κράνεια Anyt. 1 (VI, 123).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
homicide, meurtrier (sacrifice).
Étymologie: βροτός, κτείνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βροτοκτόνος -ον βροτός, κτείνω mensen moordend:. αὐτὴ δὲ θυσίαις ἥδεται βροτοκτόνοις maar zelf geniet ze van mensenoffers Eur. IT 384.

Russian (Dvoretsky)

βροτοκτόνος: человекоубийственный: βροτοκτόνοι θυσίαι Eur. человеческие жертвоприношения.

Middle Liddell

κτείνω
man-slaying, homicidal, Eur.

Greek Monolingual

βροτοκτόνος, -ον (AM)
ανθρωποκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + -κτόνος < κτείνω.

Greek Monotonic

βροτοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που σφάζει ανθρώπους, ανθρωποκτόνος, δολοφόνος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

βροτοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων ἀνθρώπους, ἀνθρωποκτόνος, θυσίαι Εὐρ. Ι. Τ. 384· οὐ τὴν Οἰδιπόδαο βροτοκτόνον, δηλ. τὴν Σφίγγα, Συλλ. Ἐπιγρ. 4700.

Translations

murderous

Arabic: قَتُول‎; Aramaic Classical Syriac: ܩܛܘܠܐ‎; Armenian Old Armenian: մարդասպան; Catalan: assassí; Czech: vražedný; Dutch: moordzuchtig; Esperanto: murda, murdema; Finnish: murhaava, murhanhimoinen; French: meurtrier; Georgian: სასიკვდილო; German: mörderisch; Greek: δολοφονικός, φονικός; Ancient Greek: ἀνθρωποκτόνος, ἀνδροθνής, ἀκρόχειρος, βροτοκτόνος, ἀνδροκμής, αὐτόχειρ, αὐθέντης, ἀνδροδάικτος, φονικός; Hungarian: gyilkos; Italian: letale, micidiale, mortale, omicida, omicidiario; Latin: internecivus; Latvian: slepkavīgs; Malayalam: കൊലപാതക; Middle English: dedly; Norwegian Bokmål: morderisk; Nynorsk: mordarisk; Romanian: asasin, ucigaș, ucigător; Russian: кровавый; Sanskrit: हिंस्र; Serbo-Croatian Cyrillic: у̏битачан, у̀бојит; Roman: ȕbitačan, ùbojit; Spanish: asesino, homicida; Swedish: mordisk; Yiddish: מערדעריש‎, רציחהדיק‎, רצחניש‎