δασμός
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
ὁ, (δάσασθαι)
A division of spoil, ἤν ποτε δ. ἵκηται Il.1.166; διάτριχα δ. ἐτύχθη h.Cer.86.
II tribute, Isoc.10.27; σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμός tribute paid to her, S.OT36; δασμὸν τίνειν Id.OC635; δ. φέρειν X.An. 5.5.10; ἀποφέρειν, ἀποδιδόναι, Id.Cyr.4.6.9, 2.4.14: pl., Id.An.1.1.8.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 reparto, división del botín ἀτὰρ ἤν ποτε δ. ἵκηται Il.1.166, δ. δ' οὐκέτ' ἴσος γίνεται Thgn.678, ἀλλ' ἔχει ὡς τὸ πρῶτον ἀπ' ἀρχῆς ἔπλετο δ. Hes.Th.425, ὡς τὰ πρῶτα διάτριχα δ. ἐτύχθη h.Cer.86, εἰς κοινὸν δασμόν PLond.1708.198 (VI d.C.), cf. Hsch.
2 tributo ὁ Κύρος ἀπέπεμπε τοὺς γιγνομένους δασμοὺς βασιλεῖ ἐκ τῶν πόλεων X.An.1.1.8, δασμὸν τῆς πόλεως δὶς ἑπτὰ παῖδας ἀποστελλούσης Isoc.10.27, cf. Pl.Lg.695d, 706b, I.BI 5.187, D.Chr.77/78.31, Plu.Thes.15, 17, 2.774c, Opp.H.3.199, Lib.Or.24.31, Hsch., Tz.ad Lyc.1232, Iust.Nou.28.4, 30.3
•c. gen. obj., ref. a la Esfinge σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμόν S.OT 36, δασμὸν τρίφ[υλ] ον ἠιθέων S.Fr.730c.15
•como régimen de verb. que significan ‘pagar’ δασμὸν οὐ σμικρὸν τίνει S.OC 635, δασμὸν ἡμῖν φέρουσιν X.An.5.5.10, cf. Cyr.4.6.9, Luc.Tox.44, D.C.62.3.3, ἀποδοῦναι τὸν δασμόν X.Cyr.2.4.14, ὑποτελέσειν διπλάσιον δασμόν Luc.Tox.55, δασμὸν ... τελεῖν I.AI 13.246, δασμὸν ... παρέχειν D.Chr.79.5
•dep. de αἰτέω y deriv. τὸν συνήθη δασμὸν αἰτοῦσιν recaudan el tributo habitual I.BI 5.405, δασμὸν ἀπαιτοῦσα I.AI 6.6, ἐπὶ τὴν ἀπαίτησιν τῶν δασμῶν para la recaudación de los tributos D.S.4.10
•fig. τῇ γαστρὸς ἀνάγκῃ τὸν ὀφειλόμενον δασμὸν ἐπιμετρήσας rindiendo el tributo debido a las necesidades del estómago Luc.Am.45, irón. de un discurso farragoso ὑπήγετο ... τῷ δασμῷ τούτῳ Philostr.VS 540, ref. a los beneficios que la naturaleza otorga al hombre αἰδέσθητι τὸν δασμὸν, ὃν λαμβάνεις παρὰ τῆς κτίσεως Thdt.M.83.585C.
• Diccionario Micénico: ḍạ-so-mo.
• Etimología: De *δατ-σμός, cf. δατέομαι.
German (Pape)
[Seite 523] ὁ (δαίομαι, δατέομαι), 1) Teilung, Vertheilung, Iliad. 1, 166, ἅπαξ εἰρημέν.; Hes. Th. 425. – 2) nach dem Verhältniß des Vermögens vertheilte, auferlegte Abgabe, Tribut, Steuer, Σφιγγός Soph. O. R. 36; τίνειν O. C. 635; Eur. Rhes. 435; ἀποδιδόναι, ἀποπέμπει ν, den Tribut entrichten, zahlen, Xen. Cyr 2, 4, 14. 4, 6, 9 An. 1, 1, 8 u. öfter; auch Sp., wie Plut. Thes 17.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 partage, particul. part de butin;
2 tribut, impôt : δασμὸς σκληρᾶς ἀοιδοῦ SOPH tribut payé au cruel questionneur, càd au sphinx ; δασμὸν τίνειν SOPH payer un tribut, une dette ; δασμὸν φέρειν, ἀποφέρειν, ἀποδιδόναι XÉN apporter, payer une contribution.
Étymologie: δαίομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δασμός -οῦ, ὁ [δατέομαι] verdeling:. ἤν ποτε δασμός ἵκηται als er een keer een verdeling komt Il. 1.166. belasting:; σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμόν het tribuut van de hardvochtige zangster Soph. OT 36; δασμὸν τῆς πόλεως δὶς ἑπτὰ παῖδας ἀποστελλούσης terwijl de stad als belasting tweemaal zeven kinderen stuurt Isocr. 10.27; overdr.. τῇ γαστρὸς ἀνάγκῃ τὸν ὀφειλόμενον δασμὸν ἐπιμετρήσας het verschuldigde tribuut afmetend aan de behoefte van de maag Luc. 49.45.
Russian (Dvoretsky)
δασμός: ὁ
1 раздел, дележ HH, Hes.: ἤν ποτε δ. ἵκηται Hom. если дело доходит до дележа (добычи);
2 налог, дань (δασμὸν τίνειν Soph. или φέρειν, ἀποφέρειν и ἀποδιδόναι Xen.): οἱ γιγνόμενοι δασμοί ἐκ τῶν πόλεων Xen. собранная с городов дань; οἱ τὸν δασμὸν ἀπάξοντες Plut. сборщики дани; σκληρᾶς ἀοιδοῦ δ. Soph. дань жестокому певцу, т. е. кровожадному Сфинксу.
English (Autenrieth)
(δατέομαι): division, of booty, Il. 1.166†.
Greek Monolingual
ο (AM δασμός)
φόρος
νεοελλ.
το χρηματικό ποσό, τα τέλη που εισπράττει το κράτος από εισαγόμενα ή εξαγόμενα είδη
αρχ.
1. διανομή, μοιρασιά λείας
2. φρ. «δασμὸν τίνω ή φέρω» — πληρώνω δασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δασμός < δασσμός (με απλοποίηση) < δατσμός (με αφομοίωση) < δατέομαι].
Greek Monotonic
δασμός: ὁ (δατέομαι),
I. διαίρεση, διανομή, μοιρασιά λείας, λαφύρων, σε Ομήρ. Ιλ., Ομηρ. Ύμν.
II. στην Αττ., εισαγωγικός δασμός, φόρος, συνεισφορά· ἀοιδοῦ δ., φόρος αποδιδόμενος σε εκείνη, σε Σοφ.· δασμὸν τίνειν, στον ίδ.· δασμὸν φέρειν, ἀποφέρειν, ἀποδιδόναι, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
δασμός: ὁ, (δάσασθαι) = διαίρεσις, διανομή, διαμοίρασις λείας, ἤν ποτε δασμὸς ἵκηται Ἰλ. Α. 166· διάτριχα δασμὸς ἐτύχθη Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 86. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. = τὸ κατ’ ἀναλογίαν ἐπιβαλλόμενον εἰς ἕκαστον χρηματικὸν ποσόν, ὡς τὸ φόρος, Ἰσοκρ. 213Β· σκληρᾶς ἀοιδοῦ δ. = φόρος πληρωνόμενος εἰς αὐτήν, Σοφ. Ο. Τ. 36· δασμὸν τίνειν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 635· ἐφαρμοζόμενον ὑπὸ τοῦ Ξεν. ἰδίως εἰς τοὺς Περσικοὺς φόρους, δασμὸν φέρειν Ἀν. 5. 5, 10· ἀποφέρειν, ἀποδιδόναι Κύρ. 4. 6, 9., 2. 4, 14· ἐν τῷ πληθ. Ἀν. 1. 1, 8.
Middle Liddell
δατέομαι
I. a division, distribution, sharing of spoil, Il., Hhymn.
II. in Attic an impost, tribute, ἀοιδοῦ δ. tribute paid to her, Soph.; δασμὸν τίνειν Soph.; δασμὸν φέρειν, ἀποφέρειν, ἀποδιδόναι Xen.
Mantoulidis Etymological
(=ὁ φόρος πού ἀναλογεῖ στόν καθένα). Ἀπό τό δάσασθαι τοῦ δατέομαι (=μοιράζω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δαίω (=μοιράζω).
Translations
tribute
Arabic: جِزْيَة; Azerbaijani: təzminat; Belarusian: дані́на, подаць, дань; Bulgarian: данък, дан; Catalan: tribut; Chinese Mandarin: 貢品, 贡品, 朝貢, 朝贡; Czech: daň; Finnish: pakkovero, tribuutti, suojeluraha; French: tribut; German: Tribut; Gothic: 𐌲𐌹𐌻𐍃𐍄𐍂, 𐌲𐌰𐌱𐌰𐌿𐍂; Greek: φόρος υποτέλειας; Ancient Greek: φόρος, δασμός, δῶρον; Indonesian: upeti; Italian: tributo; Japanese: 貢ぎ物, 貢ぎ, 朝貢; Korean: 조공; Latin: stipendium; Malay: ufti; Old English: gafol; Persian: باج, ساو; Polish: danina, trybut; Portuguese: tributo; Russian: дань, подать; Slovak: daň; Swahili: kodi; Ukrainian: данина, подать, податок, дань