δημοπρασία
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
Greek Monolingual
η
1. η δημόσια εκποίηση πραγμάτων τα οποία τελικά δίνονται σε αυτόν που θα πλειοδοτήσει, που θα δώσει τα περισσότερα χρήματα
2. «μειοδοτική δημοπρασία» — πράξη που διεξάγεται δημόσια και αφορά στην αγορά πράγματος ή στην ανάθεση έργου σε όποιον ορίσει τελικά τη φθηνότερη τιμή, ο μειοδοτικός διαγωνισμός
3. «πλειοδοτική δημοπρασία» — αυτή με την οποία επιδιώκεται η μεγαλύτερη δυνατή προσφορά
4. «μυστική δημοπρασία» — με τις προσφορές τών μειοδοτών ή τών πλειοδοτών μέσα σε σφραγισμένους φακέλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δημοπράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].