διαλαλώ
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
Greek Monolingual
(AM διαλαλῶ, -έω)
μσν.- νεοελλ.
1. διακηρύσσω, κοινοποιώ μεγαλόφωνα
2. διαδίδω, διατυμπανίζω, διασαλπίζω
3. (για εμπόρευμα κ.λπ.) διαφημίζω κατά τρόπο επίμονο
4. διαδίδω μυστικό, κοινολογώ μυστικό
5. εκποιώ σε δημοπρασία
6. εκθέτω, διαπομπεύω
νεοελλ.
1. (για καμπάνα) σημαίνω για να επακολουθήσει ανακοίνωση από τον διαλαλητή
2. προκηρύσσω
μσν.
αναγορεύω, αναδεικνύω
αρχ.
1. συνομιλώ, συζητώ
2. φλυαρώ
3. παθ. διαλαλοῦμαι
γίνεται πολύς λόγος για μένα.