εμπορικός
νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → they manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous | They manage the home, and guard within the house the sea-borne wares. No house is clean or prosperous if the wife is absent.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐμπορικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έμπορο ή στο εμπόριο («εμπορικός οίκος, σύλλογος, σύμβαση, σχολή, λιμάνι κ.λπ.»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εμπορικό
κατάστημα πωλήσεως υφασμάτων, ψιλικών ή ειδών νεωτερισμού κ.λπ., εμπορικό κατάστημα
αρχ.
1. αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό, ξένος
2. αυτός που έχει εμπορική ικανότητα
3. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ εμπορικοί
οι τροφοδότες του στρατοπέδου, οι κάπηλοι
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμπορικόν
τάξη θαλασσινών εμπόρων
επίρρ. εμπορικώς, -ά
με εμπορικό τρόπο, με τρόπο εμπόρου, με κερδοσκοπική διάθεση, χάριν εμπορίου, κέρδους.