εὐρυκρείων
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
οντος, ὁ, wide-ruling, Il.1.102, al., should be written divisim.
German (Pape)
[Seite 1095] οντος, der weit u. breit herrschende, Il. gew. von Agamemnon, wie 1, 102. 353; Poseidon, 11, 751.
French (Bailly abrégé)
οντος;
adj. m.
puissant au loin.
Étymologie: εὐρύς, κρείων.
Russian (Dvoretsky)
εὐρυκρείων: οντος adj. широко властвующий, обладающий обширным царством (Ἀγαμέμνων Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυκρείων: -οντος, ὁ ἔχων εὐρὺ καὶ μέγα κράτος, μέγας βασιλεύς, ἥρως Ἀτρεΐδης εὐρυκρείων Ἀγαμέμνων Ἰλ. Α. 102· ἀείποτε ὡς ἐπίθετον τοῦ Ἀγαμέμνονος, πλὴν ἐν Ἰλ. Λ. 751 ἔνθα εἶναι ἐπίθετον τοῦ Ποσειδῶνος: εὐρυκρείων ἐνοσίχθων· - τὸ ἐπίθετον τοῦτο ἀπαντᾷ πολλαχοῦ τῆς Ἰλιάδος, ἅπαξ δὲ ἐν Ὀδ. Γ. 248. - Νεώτεροί τινες ἐκδόται τοῦ Ὁμήρου ἐξέδωκαν: εὐρὺ κρείων διῃρημένως.
English (Autenrieth)
wide-ruling, epithet of Poseidon and of Agamemnon, Il. 11.751, Il. 1.102.
Greek Monolingual
εὐρυκρείων, -οντος, ὁ (Α)
αυτός του οποίου η εξουσία απλώνεται σε μεγάλη έκταση, ο ισχυρός βασιλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + κρείων «κυβερνήτης»].
Greek Monotonic
εὐρυκρείων: -οντος, ὁ, αυτός που έχει μεγάλο και ισχυρό κράτος, μεγάλος βασιλιάς, λέγεται για τον Αγαμέμνονα, σε Όμηρ.