εὔθυνος
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
English (LSJ)
ὁ,
A corrector, chastiser, judge, A.Pers.828, Eu.273 (lyr.).
II at Athens and elsewhere, public examiner (cf. εὔθυνα), IG12.188, Decr. ap. And.1.78, Pl.Lg.945a sq., Arist.Pol.1322b11, Ath.48.4, SIG 38.3(Teos, VB.C.); official of a guild, Supp.Epigr.2.458 (Moesia, ii/iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1071] ὁ, der Untersucher, der Richter. εὔθυνος βαρύς Aesch. Pers. 814, vgl. Eum. 263. Bes. in Athen die Behörde, welche von den Beamten, nachdem sie ihr Amt niedergelegt hatten, die Rechenschaft (vgl. εὔθυνα) abnahm, Andoc. 1, 78, im Gesetz; Plat. Legg. XII, 945 a ff.; Arist. Pol. 6. 3.; Vgl, λογιστής, Böckh, s Staatsh. I S. 205 f.; Hermann's Gr. Staatsalterth. §. 154.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
juge.
Étymologie: εὐθύνω.
Russian (Dvoretsky)
εὔθῡνος: ὁ
1 судья, каратель Aesch.;
2 (в Афинах), эвтин или эвфин, финансовый ревизор, (член контрольной комиссии из десяти человек, производившей обследование состояния счетов должностных лиц) Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
εὔθυνος: -ον, ὁ εὐθύνων, διορθῶν, τιμωρῶν, δικαστής, Αἰσχύλ. Πέρσ. 828, Εὐμ. 273· πρβλ. εὐθυντήρ. II. «ὄνομα ἀρχῆς παρ’ Ἀθηναίοις, δέκα δὲ τὸν ἀριθμὸν ἦσαν ἄνδρες, παρ’ οἷς ἐδίδοσαν οἱ πρεσβεύσαντες ἢ ἄρξαντες ἢ διοικήσαντές τι τῶν δημοσίων τὰς εὐθύνας, διείλεκται περὶ αὐτῶν Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Ἀθηναίων Πολιτείᾳ» (Ἁρποκρ.), κληροῦσι δὲ καὶ εὐθύνους ἕνα τῆς φυλῆς ἑκάστης καὶ παρέδρους δύο ἑκάστῳ τῶν εὐθύνων Ἀριστοτέλ. Ἀθην. Πολ. σ. 69. 10 (ἔκδ. Blass), νόμος παρ’ Ἀνδοκ. 10. 39, Πλάτ. Νόμ. 945A κἑξ., Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 16· ἴδε Böckh Ρ. Ε. 1. 254 κἑξ.· - ὅτι δὲ ἡ τῶν λογιστῶν ἀρχὴ ἦτο διάφορος τῆς τῶν εὐθύνων ἴδε Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 69. 8 (ἔκδ. Blass). Ἴδε καὶ Λεξ. Ἑλλ. Ἀρχαιοτ. Σμὶθ μετάφρ. Σ. Τσιβανοπούλου) σ. 366. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 132.
Greek Monolingual
εὔθυνος, -ον (Α)
1. αυτός που τιμωρεί, ο δικαστής
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ εὔθυνοι
(στην Αθήνα) οι δέκα άρχοντες που ασκούσαν τον έλεγχο της διαχείρισης τών δημόσιων λειτουργών όταν έληγε η θητεία τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύνω (< ευθύς). Η κυριολεκτική σημασία της λ. «αυτός που ισιώνει» διευρύνθηκε σε «αυτός που διορθώνει (και, κατ' επέκταση, κρίνει ή τιμωρεί)», και εξειδικεύθηκε αργότερα (όταν η λέξη έγινε τεχνικός όρος) στη δήλωση μιας συγκεκριμένης κατηγορίας δημόσιων λειτουργών στην αρχαία Αθήνα].
Greek Monotonic
εὔθῡνος: ὁ (εὐθύνω),·
I. διορθωτής, τιμωρός, δικαστής, σε Αισχύλ.
II. στην Αθήνα, εξεταστής, ελεγκτής λογαριασμών, σε Πλάτ.
Middle Liddell
εὔθῡνος, ὁ, εὐθύνω
I. a corrector, chastiser, judge, Aesch.
II. at Athens, an examiner, auditor, Plat.