ζήλεια
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Greek Monolingual
και ζούλεια και ζουλεία και ζηλειά (Μ ζήλεια και ζηλεία και ζηλειά)
1. ο φθόνος, το να ζηλεύει κάποιος άλλον ή άλλους, να επιθυμεί τα υπάρχοντα του άλλου και να τον φθονεί γι' αυτά
2. (για συζύγους ή εραστές) η ζηλοτυπία, η καχυποψία για την τήρηση της συζυγικής ή ερωτικής πίστης («τον έφαγε η ζήλεια»)
νεοελλ.
1. το εξαιρετικό ενδιαφέρον, ο ζήλος
2. επιθυμία
3. διαμάχη, ανταγωνισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζηλεύω, υποχωρητικός σχηματισμός. Λόγω της παραγωγής του ουσ. ζήλεια από το ρ. ζηλεύω η λ. ορθογραφείται ως ζήλεια (όχι ζήλια)].