ζητητικός
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
ζητητική, ζητητικόν,
A zetetic, disposed to search or inquire, Pl.Men.81e, Ptol.Tetr.6; τινος into a thing, Pl.Ax.366b; περί τι Id.R.528c.
2 οἱ ζ. διάλογοι Plato's dialogues of search or investigation, opp. οἱ ὑφηγητικοί, Thrasyll. ap. D.L.3.49; τὸ ζ. ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι are devoted to search or inquiry, Arist.Pol.1265a12. Adv. ζητητικῶς Procl.in Prm.p.515S.
3 οἱ ζητητικοί, a name given to the Sceptics, D.L.9.69; ἡ ζητητική their philosophy, ib.70; ἡ ζ. ἀγωγή S.E. P.1.7.
German (Pape)
[Seite 1140] zum Untersuchen geneigt, περί τι, Plat. Rep. VII, 528 b; πραγμάτων Axioch. 366 b; Sp.; οἱ ζητητικοί, Philosophen, bes. Skeptiker; ihre Philosophie ἡ ζητητική, D. L. 9, 8; Sext. Emp. Pyrrh. 1, 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui aime ou est apte à rechercher, à examiner, zététique.
Étymologie: ζητέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζητητικός -ή -όν [ζητέω] geneigd tot onderzoeken, in staat tot onderzoek; subst.. τὸ ζητητικὸν ἔχουσι πάντες τοῦ Σωκράτους λόγοι alle gesprekken van Socrates hebben het karakter van een onderzoek Aristot. Pol. 1265a12.
Russian (Dvoretsky)
ζητητικός:
1 склонный к исследованию, пытливый (ἐργαστικὸς καὶ ζ. Plat.);
2 посвященный разысканию, исследовательский (αἰτίων Plut.): οἱ ζητητικοὶ διάλογοι Diog. L. исследовательские диалоги (Платона) (в отличие от «поучающих» - οἱ ὑφηγητικοί); ἡ ζητητικὴ ἀγωγή Sext. исследовательское направление, т. е. скептическая философия.
Greek (Liddell-Scott)
ζητητικός: -ή, -όν, ἔχων ἔφεσιν ἢ τάσιν πρὸς τὰς ζητήσεις ἢ ἐρεύνας, ἐρευνητικός, Πλάτ. Μένωνι 81D· τινος ὁ αὐτ. Ἀξ. 366Β· περί τι ὁ αὐτ. Πολιτ. 528Β. 2) οἱ ζ. διάλογοι, διάλογοι τοῦ Πλάτωνος, ἐν οἷς ἐρευνᾶται ἡ ἀλήθεια, ἀντίθ. οἱ ὑφηγητικοί, Θράσυλλ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 49· τὸ ζ. ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι, ἀναφέρονται εἰς τὴν ζήτησιν τῆς ἀληθείας, Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 6, πρβλ. Grote Πλάτ. 1. 169. 3) οἱ ζητητικοί, ὄνομα διδόμενον εἰς τοὺς σκεπτικοὺς ἢ ἐφεκτικοὺς φιλοσόφους, Διογ. Λ. 9. 69· ἡ ζητητική, τὸ φιλοσοφικὸν αὐτῶν σύστημα, αὐτόθι 70· ἡ ζ. ἀγωγὴ Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 7.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ζητητικός, -ή, -όν) ζητητής
1. αυτός που έχει τάση για πνευματικές έρευνες
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Ζητητικοί
οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι
3. το θηλ. η ζητητική
το φιλοσοφικό σύστημα τών ζητητικών, η Σκεπτική φιλοσοφία
αρχ.
1. (για διαλόγους) αυτός στον οποίο αναζητείται η αλήθεια («ὅ τε ὑφηγητικός, καὶ ὁ ζητητικός», Διογ. Λαέρ.)
2. (το ουδ.) τὸ ζητητικόν
η αναζήτηση της αλήθειας («τὸ ζητητικὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι», Αριστοτ.).
επίρρ...
ζητητικῶς (Α)
με τρόπο που αποσκοπεί στην ανεύρεση της αλήθειας.
Greek Monotonic
ζητητικός: -ή, -όν (ζητέω), αυτός που έχει έφεση ή τάση προς την έρευνα ή την αναζήτηση, ερευνητικός, εξεταστικός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ζητητικός, ή, όν ζητέω
disposed to search or inquire, searching, inquiring, Plat.