ζῳογλύφος
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, sculptor, AP12.56 (Mel.), 57 (Id.); cf. ζωγλύφος.
German (Pape)
[Seite 1143] ὁ, Bildschnitzer, Bildhauer, Mel. 11. 12 (XII, 56. 57).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sculpteur, statuaire.
Étymologie: ζωός, γλύφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζῳογλύφος -ου, ὁ [ζῷον, γλύφω] beeldhouwer.
Russian (Dvoretsky)
ζῳογλύφος: (ῠ) ὁ ваятель, скульптор Anth.
Greek Monolingual
ο (Α ζωογλύφος)
γλύπτης ζώων, καλλιτέχνης γλυπτών παραστάσεων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. εικονογλύφος, τοκογλύφος].
Greek Monotonic
ζῳογλύφος: [ῠ], ὁ (γλύφω), γλύπτης που απεικονίζει με τη σμίλη του θέματα παρμένα από τη φύση, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
ζῳογλύφος: ὁ, γλύπτης ζῴων, Ἀνθ. Π. 12. 56, 57.
Middle Liddell
ζῳο-γλῠ́φος, ὁ, γλύφω
a sculptor, Anth.
Translations
sculptor
Albanina: gdhendës, gdhendëse; Arabic: نَحَّات, مَثَّال; Armenian: քանդակագործ; Azerbaijani: heykəltəraş; Basque: eskultore, zizelkari; Belarusian: разьбяр, скульптар; Bulgarian: скулптор, скулпторка, ваятел; Burmese: ပန်းပုဆရာ; Catalan: escultor, escultora; Chinese Mandarin: 雕刻家, 雕塑家; Czech: sochař, sochařka, řezbář; Danish: billedhugger, skulptør; Dutch: beeldhouwer; Esperanto: skulptisto; Faroese: myndahøggari; Finnish: kuvanveistäjä; French: sculpteur; Galician: escultor; Georgian: მოქანდაკე; German: Skulpteur, Bildhauer, Bildhauerin; Greek: γλύπτης, γλύπτρια; Ancient Greek: ἀγαλματογλύπτης, ἀγαλματογλύφος, ἀγαλματοποιός, ἀγαλματουργός, ἀγαλμοτυπεύς, ἀναγλυφάριος, ἀνδριαντογλύφος, ἀνδριαντοεργάτης, ἀνδριαντοπλάστης, ἀνδριαντοποιός, ἀνδριαντουργός, γλύπτης, γλυφευτής, δημιουργός, ζωογλύφος, ζῳογλύφος, ζωοπλάστης, ζῳοπλάστης, ζῳοτύπος, λααξός, λαξόος, λαοξόος, λιθογλύπτης, λιθογλύφος, λιθοξόος, λιθόξοος, λιθοξύστης, λιθοτέκτων, λιθουργός, ξοανογλύφος, πλάστης, πλαστουργός, τέκτων; Hungarian: szobrász; Icelandic: myndhöggvari; Ido: skultisto, skultero; Indonesian: pemahat; Irish: dealbhóir, snoíodóir; Italian: scultore, scultrice; Japanese: 彫刻家; Kazakh: мүсінші; Korean: 조각가; Latin: sculptor; Lithuanian: skulptorius; Macedonian: вајар, скулптор; Maori: kaiwhakairo, kaitārai; Norman: stchulpteux; Norwegian Bokmål: skulptør, billedhugger; Nynorsk: skulptør, bilethoggar; Occitan: esculptor; Old East Slavic: ваꙗтель; Polish: rzeźbiarz, rzeźbiarka; Portuguese: escultor; Romanian: sculptor, sculptoriță; Russian: скульптор, ваятель, ваятельница; Serbo-Croatian Cyrillic: ки̏па̄р; Roman: kȉpār; Slovak: sochár, sochárka; Slovene: kipar; Spanish: escultor, escultora; Swedish: skulptör, bildhuggare; Tagalog: manlililok; Telugu: శిల్పి; Thai: ประติมากร; Turkish: heykelci, heykeltıraş, yontucu; Ugaritic: 𐎔𐎒𐎍; Ukrainian: скульптор, різьбяр; Vietnamese: nhà điêu khắc