θρασυμέμνων

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρασυμέμνων Medium diacritics: θρασυμέμνων Low diacritics: θρασυμέμνων Capitals: ΘΡΑΣΥΜΕΜΝΩΝ
Transliteration A: thrasymémnōn Transliteration B: thrasymemnōn Transliteration C: thrasymemnon Beta Code: qrasume/mnwn

English (LSJ)

θρασυμέμνον, gen. ονος, (θρασύς, Skt. mánma, OIr. menma 'spirit', cf. Ἀγαμέμνων) brave-spirited, epithet of Heracles, Il. 5.639, Od.11.267; of Meleager, B.5.69.

German (Pape)

[Seite 1216] ον (μένος, μέμονα), kühn gesinnt, dreist, Herakles, Il. 5, 639 Od. 11, 267, VLL. θρασὺς κατὰ τὸ μένος.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
résolu, hardi, intrépide.
Étymologie: θρασύς, μέμνων.

Russian (Dvoretsky)

θρᾰσῠμέμνων: 2, gen. ονος смелый, отважный, неустрашимый (Ἡρακλῆς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

θρᾰσυμέμνων: -ον, ὁ εὐτόλμως σταθερὸς (πρβλ. μέμνων), ἐπίθ. τοῦ Ἡρακλέους, Ἰλ. Ε. 639. Ὀδ. Λ. 267, Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

ονος: bravely steadfast (if from μίμνω), epithet of Heracles, Il. 5.639 and Od. 11.267.

Greek Monolingual

θρασυμέμνων, -ονος,ὁ (Α)
(ως επίθ. του Ηρακλέους και του Μελεάγρου) αυτός που έχει τολμηρό φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + μέμνων «σταθερός, αποφασιστικός»].

Middle Liddell

bravely steadfast (cf. Μέμνων), Hom.