κέφι

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source

Greek Monolingual

το
1. καλή διάθεση, ευδιαθεσία, όρεξη («δεν έχω κέφι σήμερα»)
2. η κατάσταση αυτού που βρίσκεται στην αρχή μέθης, ευθυμία («ήλθε στο κέφι»)
3. φρ. α) «κάνω κέφι» ή «έρχομαι στο κέφι» — ευθυμώ, διασκεδάζω, είμαι ελαφρώς μεθυσμένος
β) «τον κάνω κέφι», «τήν κάνω κέφι» — μού αρέσει
γ) «πώς πάν' τα κέφια;» — είστε καλά; δ) «κάνει τη δουλειά του με κέφι» — εργάζεται με ζήλο, με ενδιαφέρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. keyif «ευθυμία»].