κακόφατις
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ιδος, ἡ, ill-sounding, ill-omened, βοά A.Pers.936 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1305] ιδος, ἡ, von schlimmer Vorbedeutung, βοά Aesch. Pers. 899.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
de mauvais augure.
Étymologie: κακός, φάτις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόφατις -ιδος [κακός, φάτις] als adj., onheil voorspellend.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόφᾰτις: ῐδος adj. f пророчащий беду, зловещий (βοά Aesch.).
Greek Monolingual
κακόφατις, ἡ (Α)
αυτή που ηχεί κακώς, που φέρνει κακές ειδήσεις, δυσοίωνη («κακόφατις βοά», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + φάτις «φήμη, διάδοση» < θ. φă- του φημί].
Greek Monotonic
κᾰκόφᾰτις: -ιδος, ἡ, αυτή που ηχεί, ακούγεται άσχημα, δυσοίωνη, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κακόφᾰτις: -ιδος, ἡ, κακῶς ἠχοῦσα, δυσοίωνος, βοὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 936.
Translations
cacophonous
Catalan: cacofònic; Danish: kakofonisk; Finnish: kakofoninen; French: cacophonique; German: kakophon, kakophonisch; Greek: ἀπηχής, δυσαχής, δυσήκοος, δυσηχής, δύσηχος, δύσθροος, δύσθρους, δυσκέλαδος, δύσφωνος, κακέμφατος, κακοηχής, κακόηχος, κακόφατις, κακόφωνος, παράτονος; Norwegian Bokmål: kakofonisk; Nynorsk: kakofonisk; Russian: какофонический; Spanish: cacofónico; Swedish: kakofonisk