κεραμεοῦς
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
ᾶ, οῦν, (κέραμος) of clay or earth, earthen, μάνην εἶχε κεραμεοῦν ἁδρόν Nico 1, cf. IG22.463.51, Thphr. HP 5.3.2, Phld.Mort.39, Dsc.1.71; τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Alex.Mynd. ap. Ath.9.398d:—other spellings found in codd. are κεράμειος, Plu.Galb.12; κεράμεος, Pl.Ly.219e, Ctes.Fr.51 M., Antiph.163.5, Theophil.2, cf. κεράμεα· ὁ παντοδαπὸς κέραμος, Hsch., and κεράμεον, τό, collect., = tile-work, BCH36.197 (Delos, iii/ii B.C.); κεραμαῖοις, Plb.10.44.2, v.l. in Ph.2.273; κεραμιαῖος, ibid. (v.l.), Gp.2.18.14; κεράμιος, Str.17.2.3; κεραμοῦς, Heraclid. Tar. ap.Gal.13.827.
German (Pape)
[Seite 1420] οῦν, nach Lob. zu Phryn. 147 die richtigere Form für κεράμιος, κεράμεος u. κεραμαῖος; Luc. Gall. 14; Nico bei Ath. XI, 487 c; τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Alex. Mynd. ib. IX, 398 d . S. κεράμειος.
French (Bailly abrégé)
εᾶ, εοῦν;
c. κεράμειος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραμεοῦς -ᾶ -οῦν [κέραμος] van klei, aarden.
Greek Monolingual
κεραμεοῦς, -ᾶ, -οῦν (Α) κέραμος
αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, κεράμειος, πήλινος.
Greek Monotonic
κεραμεοῦς: -ᾶ, -οῦν (κέραμος), φτιαγμένος απο πηλό, πήλινος, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰμεοῦς: ᾶ, οῦν, (κέραμος) ἐκ πηλοῦ, πήλινος, Πλάτ. Λύσ. 219Ε, Κτησ. παρ’ Ἀθην. 464Α, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 2· τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 398D· ― ὁ γνήσιος Ἀττ. τύπος δεικνυόμενος ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Νίκωνι παρ’ Ἀθην. 487C. Ὁ τύπος κεράμειος, -α, -ον, ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. (ἴδε ἐν λέξει)· ἀλλὰ τὸ κεράμεος εἶναι ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ -εοῦς, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 1. 5, Θεόφιλ. ἐν «Βοιωτίᾳ» 1, κ. ἀλλ.· ὡς καὶ τὸ κεραμαῖος ἐν Πολυβ. 10. 44, 2 (ἔνθα ὁ Δινδ. κεραμεᾶ)· κεραμιαῖος ἐν Φίλωνι 2. 273 (ἔνθα κεραμεᾶς)· κεράμιος παρὰ Διον. Ἁλ. 2. 23 (Κωδ. Βατ. κεραμεοῖς)· κεραμοῦς παρὰ Γαλην.· ― πρβλ. Piers. εἰς Μοῖρ. 226, Λοβ. εἰς Φρύν. 147.
Middle Liddell
κέραμος
of clay, earthen, Plat.