κεφαλαλγής
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
κεφαλαλγές,
A suffering from headache, Plu.2.147f, Ruf. ap. Orib.7.26.129, 143.
II Act., causing headache, X.An.2.3.15, Thphr. HP 8.4.6, Diph.Siph. ap. Ath.2.54a, Ph.1.390, 2.99, Plu.2.133c, Gal.17(2).818, etc. (-αλγός is a common f.l.).
German (Pape)
[Seite 1427] ές, 1) an Kopfschmerz leidend; Medic.; S. Emp. pyrrh. 2, 52. – 2) akt., Kopfschmerz verursachend; Xen. An. 2, 3, 15; Diphil. bei Ath. II, 54 a; Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui a mal à la tête;
2 qui fait mal à la tête.
Étymologie: κεφαλή, ἄλγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεφαλαλγής -ές [κεφαλαλγία] hoofdpijn hebbend. hoofdpijn veroorzakend:. καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδὺ μέν, κεφαλαλγὲς δέ en het was ook lekker bij de drank, maar het bezorgde je hoofdpijn Xen. An. 2.3.15.
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλαλγής:
1 причиняющий головную боль Xen., Plut.;
2 страдающий головной болью Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλαλγής: -ές, ὁ πάσχων ἐκ κεφαλαλγίας, Πλούτ. 2. 147F, καὶ Ἰατρ. ΙΙ. ἐνεργ., προξενῶν κεφαλαλγίαν, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15· οὕτως ἀναγνωστέον ἀντὶ κεφαλαλγὸς ἐν Πλουτ. 2. 133C, Ροῦφ. σελ. 51, 59 Matth.
Greek Monolingual
κεφαλαλγής, -ές (Α)
1. αυτός που υποφέρει από πονοκέφαλο
2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο («καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδύ μέν, κεφολαλγὲς δέ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + -αλγής (< άλγος), πρβλ. γονυαλγής, οσφυαλγής].
Greek Monotonic
κεφᾰλαλγής: -ές (ἀλγέω), αυτός που προκαλεί πονοκέφαλο, σε Ξεν.