κοπρίζω

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπρίζω Medium diacritics: κοπρίζω Low diacritics: κοπρίζω Capitals: ΚΟΠΡΙΖΩ
Transliteration A: koprízō Transliteration B: koprizō Transliteration C: koprizo Beta Code: kopri/zw

English (LSJ)

Ep. fut. -ίσσω, dung, manure, τέμενος μέγα κοπρίσσοντες Od.17.299 (v.l. for κοπρήσοντες), cf. Thphr. CP 3.9.1,4.12.3, Sammelb.5126.27 (iii A. D.); act as manure, of leguminous plants, Thphr. HP 8.9.1.

German (Pape)

[Seite 1483] mit Mist düngen; τέμενος μέγα κοπρίσσοντες Od. 17, 297, s. κοπρέω; Theophr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

engraisser de fumier.
Étymologie: κόπρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπρίζω [κόπρος] bemesten.

Russian (Dvoretsky)

κοπρίζω: Hom. v.l. = κοπρέω.

Greek Monolingual

(ΑM κοπρίζω) κόπρος (Ι)]
ρίχνω κοπριά στα χαράφια για λίπασμα, λιπαίνω με κοπριά
νεοελλ.-μσν.
1. αφοδεύω, αποπατώ
2. μτφ. κατασπιλώνω, καταρρυπαίνω
αρχ.
(για φυτά) ενεργώ ως κοπριά.

Greek Monotonic

κοπρίζω: μέλ. -ίσω, Επικ. -ίσσω, λιπαίνω με κοπριά, ρίχνω κοπριά (σε χωράφι), σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

κοπρίζω: μέλλ. -ίσω, Ἐπικ. -ίσσω, ὡς καὶ νῦν, λιπαίνω διὰ κόπρου, τέμενος μέγα κοπρίσσοντες Ὀδ. Ρ. 299 (διάφ. γραφ. κοπρήσοντες), πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 9, 1., 4. 12, 3.

Middle Liddell

κοπρίζω,
to dung, manure, Od.