κουτσός
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ κουτσός και κοτσός, -ή, -όν)
(για πρόσ.) αυτός που έχει ελάττωμα στα πόδια ή που έχει ακρωτηριαστεί ένα του πόδι, χωλός
νεοελλ.
1. (για έπιπλα) αυτός που του λείπουν ένα ή περισσότερα πόδια
2. το ουδ. ως ουσ. το κουτσό
είδος παιχνιδιού που παίζεται με το ένα πόδι
3. φρ. α) «κουτσοί στραβοί στον άι Παντελεήμονα» — λέγεται για συγκέντρωση κάθε λογής ατόμων σε έναν τόπο για έναν ορισμένο σκοπό
β) «Ο κουτσός με το 'να πόδι δίνει μια και πάει στην Πόλη» — οι θεωρούμενοι ανίκανοι μπορούν να κατορθώσουν σπουδαία πράγματα
γ) «και η κουτσή Μαρία» — και ο πιο αδαής ή απαίδευτος άνθρωπος.
επίρρ...
κουτσά
1. με βάδισμα κουτσού
2. φρ. α) «κουτσά στραβά» — άλλοτε καλά και άλλοτε άσχημα, έτσι κι έτσι, όχι και πολύ καλά
β) «κουτσά, στραβά κι ανάποδα» — όλα πάνε άσχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. κουτσός, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, σχηματίστηκε από σύνθ. με α' συνθετικό κοψο- < κόπτω (πρβλ. κοψο-μύτης, κοψο-πόδης), με τροπή του -ο- σε -ου- (κώφωση) και ανομοιωτική τροπή του -ψ- σε -τσ-, που εμφανίστηκε αρχικά σε σύνθ. στα οποία ακολουθούσε χειλικό, όπως κοψο-μύτης, κοψο-πόδης. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. κουτσός σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από το επίθ. κουτσοπόδης, κατά το σχήμα αψύς < αψίθυμος, κοντός < κοντόμυαλος, λαμβάνοντας αυτούσια τη σημ. του συνθέτου. Η άποψη, τέλος, σύμφωνα με την οποία το επίθ. κουτσός προέρχεται από το αρχ. ρ. κόσσω / κόττω «πλήττω, χτυπώ» μέσω ενός αμάρτυρου κοττός δεν φαίνεται πολύ πειστική].