λάϊνος
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
[ᾱ], η, ον, (λᾶας)
A of stone or of marble, οὐδός Il.9.404, Od.8.80; τεῖχος Il.12.178; λάϊνον ἕσσο χιτῶνα = thou hadst put on a coat of stone, i.e. hadst been stoned to death, 3.57; of sculpture, Simon.110; λ. τάφος S.OC1596; μνῆμα λ. E.El.328; ἄπελθε λαΐνων σταθμῶν Trag.Adesp.44.
2 metaph., stony-hearted, λάϊνε παῖ Theoc.23.20. [ᾰ only Epigr.Gr.314 (Smyrna, iii A. D.).]
German (Pape)
[Seite 7] γῆ, Saatfeld, Hesych. Von von Stein, steinern, τεῖχος, Il. 12, 177, οὐδός, 9, 404; ἦ τέ κεν ἤδη λάϊνον ἕσσο χιτῶνα, du hättest ein steinern Kleid angezogen, d. i. du wärest gesteinigt worden, 3, 56; τάφος, Soph. O. C. 1592; πύργοι, Eur. Troad. 5, κίονες, Herc. Fur. 1037; sp. D., auch wie bei uns übertr. für hartherzig, Theocr. 23, 20.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de pierre : κεν λάϊνον ἕσσο χιτῶνα IL tu aurais revêtu une tunique de pierre, càd on t'aurait lapidé.
Étymologie: λᾶας.
Russian (Dvoretsky)
λάϊνος: (ᾱῐ)
1 сделанный из камня, каменный (τεῖχος Hom.; μνῆμα Eur.): λάϊνον χιτῶνα ἕσασθαι Hom. облечься в каменную одежду, т. е. быть побитым камнями;
2 с каменным сердцем, жестокосердый (παῖς Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
λάϊνος: (Α), η, ον, (λᾶας) ἐκ λίθου ἢ μαρμάρου, οὐδὸς Ἰλ. Ι. 404, Ὀδ. Θ. 80· πάντῃ γὰρ περὶ τεῖχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῦρ λάϊνον, «πανταχοῖ γὰρ περὶ τὸ λίθινον τεῖχος ἠγέρθη θεήλατον πῦρ, ἤτοι μάχη διάπυρος» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Μ. 177· ἦ τέ κεν ἤδη λάϊνον ἕσσο χιτῶνα κακῶν ἕνεχ’ ὅσσα ἔοργας, «ὄντως γὰρ ἂν ἤδη χιτῶνα λίθινον ἐνεδύσω, ἕνεκα τῶν κακῶν ὅσα εἰργάσω» (Θ. Γαζῆς), δηλ. «λιθόλευστος ἐγεγόνεις, λίθοις βληθεὶς ὑπὸ πάντων ἀπωλώλεις» (Σχόλ.), Γ. 57· ὡσαύτως ἐπὶ ἔργων γλυπτικῆς, Σιμων. 110· λ. τάφος Σοφ. Ο. Κ. 1596· λ. μνῆμα Εὐρ. Ἠλ. 328, καὶ συχνὸν παρ’ Εὐρ.· ἄπελθε λαΐνων σταθμῶν Τραγ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 449. 2) μεταφ., ἔχων λιθίνην καρδίαν, λάϊνε παῖ Θεόκρ. 23. 20. [ᾰ μόνον ἐν μεταγεν. τινὶ Ἐπιγράμμ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 257, λαΐνῃ στήλῃ.]
Greek Monolingual
λάϊνος, -ΐνη, -ον και λαΐνεος, -έα, -ον (Α) λάας
1. κατασκευασμένος από λίθο ή από μάρμαρο («πάντη γὰρ περὶ τεῖχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῡρ λάϊνον», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. αυτός που έχει πέτρινη καρδιά, σκληρόκαρδος («λάϊνε παῖ, καὶ ἔρωτος ἀνάξιε», Θεόκρ.).
Greek Monotonic
λάϊνος: [ᾱ], -η, -ον (λᾱας),
1. από λίθο ή μάρμαρο, λίθινος, μαρμάρινος, σε Όμηρ., κ.λπ.· λάϊνον ἕσσο χιτῶνα, φόρεσες πέτρινο χιτώνα, δηλ. λιθοβολήθηκες μέχρι θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μεταφ., αυτός που έχει λίθινη καρδιά, καρδιά από πέτρα, σε Θεόκρ.