μηκάς

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκάς Medium diacritics: μηκάς Low diacritics: μηκάς Capitals: ΜΗΚΑΣ
Transliteration A: mēkás Transliteration B: mēkas Transliteration C: mikas Beta Code: mhka/s

English (LSJ)

μηκάδος, ἡ,
A bleating one, in Hom. always of goats, in plural, μ. αἶγες Il.11.383, Od.9.124, 244, al., cf. Antiph. 1,52.8; also μ. ἄρνες E.Cyc.189.
II as substantive, = αἴξ, S.Fr.509, AP9.123 (<Leon.>); λευκὴ μηκάς Luc.D DMeretr.7.1: pl., Theoc.1.87,5.100.

German (Pape)

[Seite 171] άδος, ἡ, von dem Vorigen, die meckernde, bei Hom. stets μηκάδες αἶγες, Il. 11, 383. 23, 31 Od. 9, 124. 244; Pind. Ol. 1, 182; Antiphan. com. Ath. X, 449 c; ἀρνῶν μηκάδων τροφαί, Eur. Cycl. 188; Soph. auch von Ochsen, brüllend, frg. 122. – Substantivisch ἡ μηκάς, Luc. D. Mer. 7, wie αἱ μηκάδες, Theocr. 1, 87. 5, 100.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
1 qui bêle : ἡ μηκάς, chèvre ; rar. brebis;
2 qui mugit : ἡ μηκάς, taurelle.
Étymologie: cf. μηκάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μηκάς: II дор. v.l. μᾱκάς, άδος ἡ
1 коза или овца Theocr., Luc.;
2 телка Soph.
άδος (ᾰδ) adj. f блеющая (κἶγες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μηκάς: -άδος, ἡ, ἡ μηκωμένη, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ αἰγῶν, ἐν τῷ πληθ., μηκάδες αἶγες Ἰλ. Λ. 383, Ὀδ. Ι. 124, 244, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 1, ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 8· αἱ μηκάδες, αἱ μηκώμεναι, Θεόκρ. 1. 87., 5. 100· καὶ ἐν τῷ ἑνικ. Ἀνθ. Π. 9. 123, Λουκ.· ― παρὰ τοῖς μετέπειτα, μ. ἄρνες, - βληχάδες, Εὐρ. Κύκλ. 189.

English (Autenrieth)

άδος (μηκάομαι): bleating (of goats).

Greek Monolingual

μηκάς -άδος, ἡ (Α)
1. ως επίθ. (για αίγες, πρόβατα, αλλά και για αγελάδες), αυτός που μηκάται, που βελάζει
2. ως ουσ. η αίγα («θῡσαι μὲν τῇ Πανδήμῳ δεήσει λευκὴν μηκάδα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μηκάς (< μηκ-άδ-ς) έχει σχηματιστεί από το ρηματ. θέμα του μηκάζω, πιθ. αναλογικά με ονόματα ζώων σε -άς (πρβλ. δορκάς, κεμάς)].

Greek Monotonic

μηκάς: -άδος, ἡ, αυτή που βελάζει, λέγεται για θηλυκές κατσίκες, σε Όμηρ.· μεταγεν., μηκάδες ἄρνες = βληχάδες, σε Ευρ.

Middle Liddell

μηκάς, άδος,
the bleating one, of she-goats, Hom.: —later, μ. ἄρνες, = βληχάδες, Eur. [from μηκάομαι

Translations

bleat

Albanian: blegërij; Arabic: ⁧ثُغَاء⁩, ⁧مَأْمَأَة⁩; Bulgarian: блеене; Catalan: bel; Czech: bečení, bek; Danish: mæh; Dutch: geblaat; Esperanto: beo; Faroese: jarm, jarman, jarming; Finnish: määkiminen, määintä; French: bêlement, bêlement, béguètement; German: Blöken; Greek: βέλασμα; Ancient Greek: βῆ, βλαχά, βλῆ, βληχάς, βληχή, βληχηθμός, βλήχημα, βλήχησις, βληχητόν, βρύχημα, μηκάς, μηκασμός, μηκηθμός, φθογγή; Hebrew: ⁧פעיה⁩, ⁧חניבה⁩; Icelandic: jarmur; Ido: bramo; Indonesian: embik, embek, embek; Italian: belato; Kurdish Central Kurdish: ⁧باع⁩, ⁧باڵاندن⁩; Latin: balatus; Malay: embek; Old English: blǣt, *blǣtung; Polish: bek; Portuguese: balido; Russian: блеянье, блеяние; Scottish Gaelic: meig, migead, meigead; Serbo-Croatian: blejanje; Spanish: balido; Swedish: bräkande; Tagalog: mee, me; Turkish: me, meleme