μητρικός

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρικός Medium diacritics: μητρικός Low diacritics: μητρικός Capitals: ΜΗΤΡΙΚΟΣ
Transliteration A: mētrikós Transliteration B: mētrikos Transliteration C: mitrikos Beta Code: mhtriko/s

English (LSJ)

μητρική, μητρικόν, of a mother, τιμή Arist.EN1165a27; κτῆσις Poll.3.11; [χρυσοῦς] τύπος μ. πρὸς ξύλῳ Inscr.Délos399B142 (ii B.C.); τὰ μ. PStrassb.122.4 (ii A.D.); μέρη πατρικὰ καὶ μητρικά BGU302.20 (ii A.D.); μητρικὸς τόπος a region of the zodiac, Vett.Val.101.8. Adv. μητρικῶς D.H. Rh.9.4.

German (Pape)

[Seite 179] mütterlich; κτῆσις, Poll. 3, 11; τιμή, Arist. eth. 9, 2. – Adv., μητρικῶς παραμυθεῖσθαι, D. Hal. rhet. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de mère, maternel.
Étymologie: μήτηρ.

Russian (Dvoretsky)

μητρικός: материнский (τιμή Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μητρικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Λατ. maternus, τιμὴ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 8· κτῆσις Πολυδ. Γ΄, 11. Ἐπίρρ. -κῶς, Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 9. 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ μητρικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητέρα (α. «μητρική στοργή» β. «μητρικό γάλα»)
νεοελλ.
1. φρ. α) «μητρική γλώσσα» — η πρώτη γλώσσα που μαθαίνει κανείς από τη βρεφική του ηλικία, η γλώσσα του έθνους του
β) «μητρική γενεαλογική γραμμή» ή «μητρική συγγενική σειρά»
(κοινων.-ανθρωπολ.) η γενεαλογική γραμμή της οποίας όλα τα μέλη θεωρούνται απόγονοι μέσω της μητρογραμμικής καταγωγής κοινού προγόνου
γ) «μητρική εταιρεία»
(οικον.) η εταιρεία από την οποία ιδρύεται μια άλλη, εξαρτημένη εταιρεία, και η οποία λέγεται θυγατρική
δ) «μητρική συμπεριφορά»
(ψυχολ.) τύπος ενστικτώδους προστατευτικής συμπεριφοράς
ε) «μητρικό ένστικτο»
(ψυχολ.) τάση συναισθηματικής προσκόλλησης της μητέρας στο παιδί της
2. φρ. «μητρικά νοσήματα» ή, απλώς, «μητρικά» — οι παθήσεις της μήτρας
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μήτρα
αρχ.
φρ. «μητρικός τόπος» — περιοχή του ζωδιακού κύκλου.
επίρρ...
μητρικώς και -ά (ΑΜ μητρικῶς)
με μητρικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κατάλ. -ικός].

Greek Monotonic

μητρικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη μητέρα, Λατ. maternus, σε Αριστ.

Middle Liddell

μητρικός, ή, όν
of a mother, Lat. maternus, Arist.